Και πρώτα, μια αναγκαία διευκρίνιση. Στη χώρα μας συνηθίζεται να λέμε και να γράφουμε η Αριστερά εννοώντας την κομμουνιστική και κομμουνιστογενή Αριστερά. Αντιθέτως, σε όλες τα ευρωπαϊκές χώρες, όταν γίνεται λόγος για Αριστερά, σε αυτήν περιλαμβάνονται επίσης Σοσιαλδημοκράτες, Σοσιαλιστές και Πράσινοι.
Ιδού, λοιπόν, μια πρώτη λαθροχειρία εκ μέρους των κάθε λογής κομμουνιστών, μετακομμουνιστών και κομμουνιστογενών: «Εμείς, και μόνον εμείς, είμαστε η Αριστερά». Αυτή η πρώτη παραποίηση της πραγματικότητας συνοδεύεται κατά κανόνα από την επωδό περί «ηθικού πλεονεκτήματος». Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ ειδικότερα, το μοτίβο του «ηθικού πλεονεκτήματος της Αριστεράς» χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται κατά κόρον, με τη βοήθεια και κάποιων «πρόθυμων» και παντός καιρού καθηγητών, οι οποίοι, στο μέτρο που τους αναλογούσε, φρόντισαν να στρώσουν το χαλί για την «πρώτη φορά Αριστερά» –μια Αριστερά που κυβερνά, βέβαια, σε συνεργασία και αγαστή σύμπνοια με… τον Καμμένο, τον Νικολόπουλο και τον Χαϊκάλη. Από πού, λοιπόν, προκύπτει αυτό το περιβόητο «ηθικό πλεονέκτημα»;
Ιστορικά λοιπόν, η κομμουνιστική και κομμουνιστογενής Αριστερά έχει στηρίξει και έχει εκθειάσει καθεστώτα όχι απλώς ανελεύθερα και ολοκληρωτικά, αλλά και καθεστώτα που δεν μπορεί παρά να αποτελούν ύβρη και όνειδος για όλους όσοι επιμένουν ότι η Αριστερά έχει νόημα μόνον ως εκβλάστηση του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου, ως κληρονόμος των δημοκρατικών κατακτήσεων και παραδόσεων, ως θεματοφύλακας των ατομικών και πολιτικών ελευθεριών. Η παρ’ ημίν αλλά και η διεθνής κομμουνιστική Αριστερά, ωστόσο, λάτρεψε και υπηρέτησε πιστά επί χρόνια το σταλινικό καθεστώς, το οποίο εξόντωσε μερικές δεκάδες εκατομμύρια πολίτες της τότε Σοβιετικής Ενωσης (ανάμεσά τους και εκατομμύρια μέλη του Κόμματος). Το ίδιο αυτό καθεστώς δεν δίστασε να υπογράψει το επαίσχυντο Σύμφωνο Ρίμπεντροπ-Μολότοφ, με βάση το οποίο προσάρτησε τη μισή Πολωνία, κατάπιε τις Βαλτικές Χώρες, παρέδωσε στην Γκεστάπο τους γερμανούς κομμουνιστές που δεν πολυσυμπαθούσε, και αποκαλούσε επί περίπου δύο χρόνια τον πόλεμο του Χίτλερ με τους Συμμάχους «ενδοκαπιταλιστική διένεξη που δεν αφορά το παγκόσμιο προλεταριάτο».
Επίσης, η καθ’ ημάς κομμουνιστική Αριστερά δεν είχε κανέναν ενδοιασμό να εξοντώσει και να σύρει στην ομηρεία αθώους πολίτες τον Δεκέμβριο του 1944, να εξολοθρεύσει στο Μπούλκες στελέχη και μέλη της που διαφωνούσαν, να υποβάλει σε μαρτυρικό θάνατο τον Καραγιώργη, να χαρακτηρίσει χαφιέ τον Πλουμπίδη, να, να, να… Οπως ενδοιασμό δεν είχε και να εκθειάζει καθεστώτα όχι απλώς ολοκληρωτικά, αλλά και δολοφονικά (όπως του Τσαουσέσκου και των Ούλμπριχτ/Χόνεκερ), να επικροτήσει την εισβολή των Σοβιετικών το 1956 στη Βουδαπέστη και το 1968 στην Πράγα, να διατηρεί σχέσεις φιλίας με τη δυναστεία των Κιμ στη Βόρεια Κορέα, να παραμένει απαθής απέναντι στην εξόντωση του 1/5(!) του πληθυσμού της Καμπότζης από τους Κόκκινους Χμερ του Πολ Ποτ.
Η «φιλοσοφική» υπεροχή


Ενα άλλο «επιχείρημα» που επικαλούνται οι κάθε λογής μπολσεβίκοι και νεομπολσεβίκοι είναι ότι αγωνίζονται «για έναν καλύτερο κόσμο». Μάλιστα, αυτό το λαϊτμοτίφ συνοδεύεται συχνά από το επιχείρημα: Η αυταπάρνηση και η αυτοθυσία που έδειχναν πολλοί κομμουνιστές οφειλόταν στην «ανωτερότητα» των ιδεών τους, στο ότι υπηρετούσαν ένα «ανώτερο» ιδανικό, κ.λπ., κ.λπ.
Οποία πλάνη αλλά και λαθροχειρία! Ηδη το 1945 ο Αρθουρ Καίσλερ έγραφε ότι, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, κανένας δεν μαχόταν με τόσο πάθος και τόση αυτοθυσία όσο ο γιαπωνέζος στρατιώτης, ο οποίος πολεμούσε για… τον αυτοκράτορά του, τον Μικάδο. Και προσέθετε ο Καίσλερ: «Οι άνθρωποι έχουν πολεμήσει και έχουν σκοτωθεί με την ίδια ζέση για ηλίθιες ή φωτισμένες, για προοδευτικές ή αντιδραστικές, υποθέσεις. Αποτελεί σόφισμα να εξάγουμε συμπεράσματα για την αξία μιας υπόθεσης από την αυτοθυσία των μαχητών της».
Ολοι για έναν «καλύτερο κόσμο» αγωνίζονται, έτσι όπως ο καθένας τον αντιλαμβάνεται ή/και τον ονειρεύεται. Οταν ήμουν στρατιώτης στη Μακεδονία, επί χούντας, είχαμε στη μονάδα Ιεχωβάδες που καλούνταν να εκτίσουν χρόνια φυλακής, επειδή αρνούνταν να κρατήσουν όπλο. Η πίστη τους στην ορθότητα των απόψεών τους και η στάση τους με είχαν εντυπωσιάσει. Ωστόσο, δεν με ώθησαν ούτε στιγμή, βέβαια, να θεωρήσω πως η αυταπάρνησή τους ήταν και απόδειξη της «ποιότητας των ιδεών τους». Αυτά, λοιπόν, τα «εμείς αγωνιζόμαστε για έναν καλύτερο κόσμο, ενώ οι άλλοι…» είναι σοφίσματα, κατάλληλα μόνον για τη διαπαιδαγώγηση νεοφώτιστων και μαθητευόμενων μπολσεβίκων.
Αλλά και μια ματιά στα έργα και τις ημέρες της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ αρκεί για να διαπιστώσει κάποιος για ποια «ανωτερότητα ιδεών» και για ποιο «ηθικό πλεονέκτημα» μιλάμε: πλουσιοπάροχοι και κυνικοί διορισμοί πολιτικών πελατών και ημετέρων (ακόμα και συγγενών), χωρίς όρια και χωρίς αναστολές καθύβριση και κατασυκοφάντηση όσων αντιπολιτεύονται την κυβέρνηση, διγλωσσία, διορατικές αναλήψεις από τραπεζικούς λογαριασμούς, σχέδια (έστω και στο όριο της καρικατούρας) για «κατάληψη» της εξουσίας κατά τις πιο αυθεντικές παραδόσεις του μπολσεβικισμού, στελέχη που έσκιζαν τα ιμάτιά τους ότι δεν πρόκειται να υπογράψουν ποτέ μνημόνιο και τώρα ψελλίζουν «Ναι» στο «Μνημόνιο των μνημονίων», καθεστωτισμός σε όλες τις εκφάνσεις του και τις παραλλαγές του με αποκορύφωμα τη συμπεριφορά της ανεκδιήγητης Προέδρου της Βουλής. Απ’ όπου και αν το πιάσεις το πράγμα, κάθε άλλο παρά άρωμα «ανωτερότητας των ιδεών» και «ηθικού πλεονεκτήματος» αποπνέει η περίοδος που ζούμε. Αν κάτι μπορεί κανείς να εντοπίσει στη διαχρονική πορεία της κομμουνιστικής και κομμουνιστογενούς Αριστεράς, στη διαδρομή των παιδιών του Λένιν, του Στάλιν και του Μπρέζνιεφ, των ομογάλακτων του Κιμ Γιονγκ Oυν και του Πολ Ποτ, των θαυμαστών του Πούτιν και του Μαδούρο, αυτό είναι ένα τεράστιο ηθικό… μειονέκτημα.
Τη μέρα ακριβώς που σύρονταν αυτές οι γραμμές, διάβασα στην «Καθημερινή» (19 Ιουλίου) κείμενο του Δημήτρη Ραυτόπουλου με τον τίτλο «Αν αυτό είναι η Αριστερά». Γράφει, λοιπόν, ο Δημήτρης Ραυτόπουλος, ένας αριστερός της γενιάς που «τα είδε όλα» και που στα 90 του χρόνια διατηρεί ακέραιο το κριτικό πνεύμα ενός αυθεντικού κληρονόμου του Διαφωτισμού και του ορθού λόγου: «Πρόκειται για τη γνωστή ηθική υπεραξίωση μιας Αριστεράς που αυτοαναγορεύεται σε τιμητή των πάντων και ιδιοκτήτη των αξιών, παρά τις παταγώδεις διαψεύσεις και τις συμφορές που έχει επιφέρει παντού στον πλανήτη, όπου δοκιμάστηκε». Ούτε συνεννοημένοι να ήμασταν…
Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ