Το πρόσφατο αφιέρωμα του περιοδικού Ποιητική στο θέμα «Ποίηση και φιλοσοφία», με κείμενα ελλήνων και ξένων φιλοσόφων, επαναφέρει στην ελληνική πνευματική επικαιρότητα τη λεγόμενη «διαμάχη φιλοσοφίας και ποίησης»· ένα ζήτημα αρχαίο τόσο, ώστε ήδη ο Πλάτων να το περιγράφει ως παλαιό, αφού εμφανίζεται με τον Ησίοδο και με ορισμένους Προσωκρατικούς. Με τους οποίους συντάσσεται ο Πλάτων στην Πολιτεία αμφισβητώντας τη γνωστική ικανότητα της ποίησης και επικρίνοντας τους ποιητές για ψευδολογία. Εκτοτε η «διαμάχη» αποτελεί ένα κατά καιρούς αναζωπυρούμενο ζήτημα της ιστορίας της λογοτεχνίας και της φιλοσοφίας.
Σημαντικότερα κείμενα του αφιερώματος, που θα ήταν σφαιρικότερο αν περιλάμβανε και απόψεις ποιητών επί του θέματος, είναι τα ελληνικά. Αναφέρομαι κυρίως στην εκτενή μελέτη του Στέλιου Βιρβιδάκη «Ποίηση και/ως φιλοσοφία», η οποία από μόνη της δικαιώνει το εγχείρημα του περιοδικού. Προσδιορίζοντας επακριβώς τις βασικές στοχεύσεις της φιλοσοφίας και της ποίησης ο Βιρβιδάκης εξετάζει τη δυνατότητα οργανικής σύγκρασής τους, με έμφαση στην αυτοαναφορικότητα ορισμένων σημερινών ποιητικών έργων. Η Βάσω Κιντή («Η γλώσσα και η γλώσσα της ποίησης») εξετάζει το θέμα μέσα από το πρίσμα της γλώσσας επικρίνοντας την αυστηρή διάκριση του ποιητικού λόγου από τον μη ποιητικό.
Το πλέον ενδιαφέρον από τα ξένα κείμενα, το «Ποίηση και γνώση» του Ρέιμοντ Γκόις, συνεχίζει μαχητικά, αν και κάπως στενόκαρδα, τη «διαμάχη», χαρακτηρίζοντας την ποιητική πρόσληψη της πραγματικότητας αποκλειστικά συναισθηματική και εναποθέτοντας τη δυνατότητα γνωστικής προσέγγισης του κόσμου μόνο στη φιλοσοφία και στην επιστήμη. Τα κείμενα της Ινγκεμπορ Μπάχμαν («Το συγγραφικό εγώ») και του Χανς-Γκέοργκ Γκάνταμερ («Ποίηση και στίξη») περιφερειακή θέση έχουν στο θέμα, ενώ η δεδηλωμένη προσπάθεια του Μπρούνο Κάνι («Ποίηση και φιλοσοφία»), φιλοσόφου-ποιητή όπως αυτοπροσδιορίζεται, να ποιητικοποιήσει τη νόηση με μια ποίηση που δεν ζητεί την έκφραση συναισθημάτων αλλά σκέψεων («ως ακριβέστερων μεταφορέων της κρυμμένης συγκίνησης») φανερώνει προβληματική αίσθηση της ποιητικής εμπειρίας.
Χαρακτηρίζω τη διαμάχη φιλοσοφίας και ποίησης λεγόμενη, θέτοντας τον όρο διαμάχη εντός εισαγωγικών, γιατί μια προσεκτικότερη διαχρονική ανάγνωση των διαθέσεων της φιλοσοφίας προς την ποίηση και της ποίησης προς τη φιλοσοφία θα έδειχνε ότι ο όρος στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν είναι ακριβής. Διαμάχη σημαίνει την «έντονη αντιπαράθεση αντιτιθέμενων ομάδων ή ιδεών που αντιπροσωπεύονται από αυτές», τον οξύ ανταγωνισμό μεταξύ δύο αντιπάλων. Ομως διάθεση ανταγωνιστική, που συχνά γίνεται εχθρική, βλέπει κανείς μόνο από την πλευρά της φιλοσοφίας. Οι ποιητές δεν αισθάνονται αντίπαλοι με τους φιλοσόφους. Η όποια διαφωνία τους με αυτούς είναι αμυντικής φύσεως και αποβλέπει στην υπεράσπιση της βαθύτερα γνωστικής διάστασης της τέχνης τους. Λ.χ. οι ανώνυμοι στίχοι που παραθέτει ο Πλάτων ως δείγμα της διαμάχης (Πολιτεία 10, 607b-c) δεν είναι «σημεία εναντιώσεως» της ποίησης αλλά πράξεις προάσπισης της ικανότητάς της. Δεν είναι χωρίς σημασία ότι ο Πλάτων την ίδια στιγμή (10, 607d) μιλάει για «προστάτας» της ποίησης, ούτε ότι ο Αριστοτέλης επρόκειτο να αναφανεί (Ποιητική 9, 2-4) και να χαρακτηριστεί ως ο επιφανέστερος από αυτούς. Ούτε, επίσης, είναι τυχαίο το ότι, ενώ υπάρχουν όχι λίγα, και σημαντικά, κείμενα κατά εποχές με τίτλο Υπεράσπιση της ποίησης ή άλλον παρεμφερή (Βοκκάκιος, Σκάλιγκερ, Σίντνεϊ, Σέλεϊ, Κρότσε κ.ά.), στα οποία η υπεράσπιση γίνεται κυρίως έναντι της φιλοσοφίας, από την πλευρά της φιλοσοφίας δεν υπάρχει αντίστοιχη κειμενογραφία.
Η αμφισβήτηση από πολλούς φιλοσόφους της γνωστικής ικανότητας της ποίησης υπαγορεύεται από τη βεβαιότητά τους ότι η παραγωγή αισθητικής εμπειρίας, που αποτελεί την αναγκαία συνθήκη της ποίησης, υπονομεύει την αναζήτηση της αλήθειας, η οποία πιστεύουν πως θα μπορούσε να ανευρεθεί μόνο με την ορθολογική συγκρότηση της σκέψης. Οι φιλόσοφοι αυτοί παραβλέπουν ότι το αποτέλεσμα της φιλοσοφικής αναζήτησης προσιδιάζει στο αποτέλεσμα της ποιητικής αναζήτησης περισσότερο από ό,τι σε εκείνο της επιστημονικής, παρότι και η τελευταία λειτουργεί με τον ορθολογικό τρόπο σκέψης.
Αναφέρομαι, βέβαια, στο αποτέλεσμα της αναζήτησης των μεγάλων ποιητικών έργων, η αποκαλυπτικότητα των οποίων ως προς τη γνώση της πραγματικότητας (που δεν μπορεί να επιτευχθεί μόνο με το συναίσθημα αλλά και με τη δημιουργική υποδαύλιση από αυτό της σκέψης) έχει μια διάσταση φιλοσοφική, ομόλογη προς την αναζήτηση της φιλοσοφίας. Διότι η διαφορά ανάμεσα στην ποίηση και τη φιλοσοφία –παρά την έμφαση της δεύτερης στο επιχείρημα είναι ειδοποιός μόνο ως προς τα μέσα, όχι ως προς τον σκοπό. Διαφορετικά από τη φιλοσοφία που χρησιμοποιεί την κοινή γλώσσα, η γλώσσα της λογοτεχνίας είναι οργανική: το περιεχόμενο ενός ποιήματος δεν είναι τα σημαινόμενα των λέξεών του αλλά εκείνο που διαμορφώνεται από το αρμονικό κράμα των σημαινομένων με τον ήχο τους.
Στην εποχή μας η δύσθυμη διάθεση των φιλοσόφων προς την ποίηση εμφανίζεται υπό το ένδυμα της μεταμοντέρνας φιλοσοφίας της γλώσσας. Με το ένδυμα αυτό η διεκδίκηση υπεροχής της φιλοσοφίας τελείται μέσω της πλάγιας προσπάθειάς της να ιδιοποιηθεί και την αισθητική διάσταση της ποίησης. Αμφισβητώντας τη δυνατότητα της οργανικής μορφής στην ποιητική γλώσσα και υπάγοντας τον ποιητικό λόγο στη λειτουργία της μεταφορικότητας, την οποία θεωρεί ως το κύριο χαρακτηριστικό κάθε γλωσσικής διατύπωσης, ο μεταμοντέρνος φιλόσοφος αυτοϊκανοποιείται και ως υπερέχων ποιητής.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ