Μέσα σε ένα συνεχώς μεταβαλλόμενο πολιτικό περιβάλλον σε εθνικό και ευρωπαϊκό επίπεδο, με έναν κοινωνικό ιστό που τα τελευταία πέντε χρόνια μετασχηματίστηκε προσπαθώντας να αντιμετωπίσει τα αποτελέσματα της οικονομικής κρίσης, οι ελληνικές πόλεις βρίσκονται, είτε το έχουν συνειδητοποιήσει είτε όχι, σε μια αποφασιστική καμπή. Πρέπει να οραματιστούν το μέλλον τους για την επόμενη δεκαετία συντάσσοντας ολοκληρωμένα σχέδια αστικής ανάπτυξης. ΗΕυρώπη είτε μέσω του νέου ΕΣΠΑ και των άλλων χρηματοδοτικών της εργαλείων είτε μέσω της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων ζητεί την υποβολήολοκληρωμένων σχεδίων για να χρηματοδοτήσει και να επενδύσει σε έργα και υποδομές για την πόλη.
Τα τελευταία χρόνια, εξαιτίας των περιορισμένων οικονομικών δυνατοτήτων και των αυξημένων κοινωνικών αναγκών του πληθυσμού, οι δήμοι έχουν ρίξει το βάρος τους σε έργα συντήρησης των υποδομών τους και στη δημιουργία κοινωνικών δομών για την αντιμετώπιση της ανθρωπιστικής κρίσης αφήνοντας στο περιθώριο ζητήματα ευρύτερης αστικής ανάπτυξης. Βρισκόμαστε όμως σε μια κρίσιμη καμπή και απαιτούνται ριζικές αλλαγές και δύσκολες αποφάσεις για το μέλλον του αστικού μας περιβάλλοντος. Η διαχείριση του ενεργειακού αποτυπώματος των πόλεων, η αναβάθμιση τουγερασμένου κτιριακού αποθέματος ή ο επαναπροσδιορισμός των χαρακτηριστικών και προδιαγραφών του δημοσίου χώρου σύμφωνα με τις αλλαγές στον τρόπο οικειοποίησης και τις τεχνολογικές εξελίξεις, είναι κάποια μόνο από τα πολλά πιεστικά ζητήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουν οι δήμοι σήμερα αλλά και στο άμεσο μέλλον.
Ο χρόνος περνάει και η προσέλκυση ή μη κεφαλαίων, προγραμμάτων και χρηματοδοτήσεων κατά τη διάρκεια της πενταετίας αυτής θα κρίνει τον δρόμο που θα ακολουθήσουν οι πόλεις μας την επόμενη 20ετία. Το διακύβευμα λοιπόν δεν αφορά μόνο εμάς αλλά αφορά την ποιότητα ζωής και το μέλλον της επόμενης γενιάς.

Δύο είναι οι βασικοί άξονες για την αποτελεσματική χρήση των διεθνών αυτών εργαλείων: Από τη μια, ηύπαρξη συνολικού οράματος και ολοκληρωμένου σχεδίου δράσης για την πενταετία, πώς θέλουμε δηλαδή να είναι οι πόλεις μας αύριο και ποιεςείναι οι στρατηγικές αστικής ανάπτυξης που θα ακολουθήσουμε. Από την άλλη, η αλλαγή του παραδείγματος ως προς τον τρόπο λήψης των αποφάσεων. Το μοντέλο λήψης αποφάσεων διεθνώς έχει αλλάξει, η πόλη ανοίγει διάλογο με όλους τους δρώντες της πόλης,φορείς, ομάδες, επιχειρήσεις, πολίτες, κοινότητες, ειδικούς, σε κλίμακα όχι μόνο τοπική αλλά μητροπολιτική, δημιουργώντας ένα πεδίο συναίνεσης και διαλόγου σε θεσμικό επίπεδο για όλη την πόλη. Πόσο μακριά άραγε είμαστε από ένα τέτοιο μοντέλο μητροπολιτικής διακυβέρνησης στα πρότυπα των πόλεων της Ευρώπης, όταν στη γειτονική Ιταλία για παράδειγμα λαμβάνει χώρα μια μεγάλη μεταρρύθμιση για τη δημιουργία μητροπολιτικών δήμων;

Μπορεί οι δήμοι να πνίγονται και να ασφυκτιούν μέσα σε έναν κυκεώνα γραφειοκρατίας και ελέγχου, αλλά η χρονική αυτή στιγμή απαιτεί κάποιες βασικές χειρονομίες: τον σχεδιασμό μέσω διαλόγου και διαβούλευσης του μοντέλου ανάπτυξης που θα ακολουθήσει η πόλη τα επόμενα χρόνια και τη διεκδίκηση από το κεντρικό κράτος των απαραίτητων μεταρρυθμίσεων για την υλοποίηση του μοντέλου αυτού.
Μέσα στη γενικότερη αλλαγή παραδείγματος διακυβέρνησης σε κεντρικό επίπεδο, ήρθε η ώρα να επαναδιαπραγματευθούμε με την κεντρική κυβέρνηση τον ρόλο της Αυτοδιοίκησης διεκδικώντας και απαιτώντας την ισχυροποίηση και ενίσχυση του αυτοδιοίκητου των πόλεων και την έναρξη ενός διαλόγου για τη μητροπολιτική διάστασή τους. Η Αθήνα και η Θεσσαλονίκη πρέπει να γίνουν μητροπολιτικές αυτοδιοικητικές οντότητες με αυξημένο ρόλο και καθήκοντα. Αλλά και γενικότερα η διεκδίκηση των δήμων έναντι του κεντρικού κράτους πρέπει να έρθει συντονισμένα μέσα από τα συλλογικά όργανα των δήμων (ΚΕΔΕ) αλλά και μεμονωμένα από κάθε δήμο.
Η αλλαγή αυτή παραδείγματος που βλέπουμε να συμβαίνει στην κεντρική πολιτική σκηνή έχει τις ρίζες της στις αλλαγές που γίνονται εδώ και χρόνια σε τοπικό επίπεδο τόσο στον τρόπο διοίκησης όσο και στην επαφή και επικοινωνία με τους κατοίκους της πόλης. Προέχει τώρα η αλλαγή να πάρει θεσμική μορφή και να ξεκινήσει από τα πάνω προς τα κάτω, δηλαδή από το κεντρικό κράτος προς τους δήμους της χώρας.
Η εποχή αυτή θέλει τόλμη και γενναιότητα έτσι ώστε, μέσα στις συνεχείς αλλαγές, να μη χάσουμε την ευκαιρία να επαναπροσδιορίσουμε τον ρόλο των ελληνικών πόλεων και της πόλης που θέλουμε να ζούμε.Η πόλη ως αστικό περιβάλλον αλλά και ως ζωντανός οργανισμός, κύτταρα του οποίου είμαστε εμείς οι ίδιοι, μας διαφεύγει όταν κουβεντιάζουμε για το πώς θα βγούμε από την κρίση, πώς θα βελτιώσουμε το επίπεδο διαβίωσής μας. Την πόλη τη θυμόμαστε κάθε πέντε χρόνια στις δημοτικές εκλογές. Είναι καιρός να γίνει και άξονας του πολιτικού και κοινωνικού προβληματισμού μας.

Η κυρία Λίνα Λιάκου είναι αρχιτέκτονας, δημοτική σύμβουλος Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ