Τo ΒΗΜΑ – The Project Syndicate

Έχω εργαστεί βοηθώντας χώρες να ξεπεράσουν χρηματοοικονομικές κρίσεις για διάστημα μεγαλύτερο των 30 ετών και έχω μελετήσει τις οικονομικές κρίσεις του εικοστού αιώνα ως υπόβαθρο για τις συμβουλευτικές μου υπηρεσίες. Σε όλες τις κρίσεις, υπάρχει μια εγγενής ανισορροπία ισχύος ανάμεσα στον πιστωτή και τον οφειλέτη. Η επιτυχής διαχείριση κρίσεων, ως εκ τούτου, εξαρτάται από τη σοφία του πιστωτή. Και από αυτή τη σκοπιά, καλώ τη Γερμανία να επανεξετάσει τη στάση της απέναντι στην Ελλάδα.
Μια χρηματοοικονομική κρίση προκαλείται από την υπερχρέωση μιας χώρας, η οποία σε γενικές γραμμές αντικατοπτρίζει έναν συνδυασμό κακοδιοίκησης από το κράτος – οφειλέτη, υπεραισιοδοξίας, διαφθοράς, και περιορισμένης κρίσης και ασθενών κινήτρων από τις πιστώτριες τράπεζες. Η Ελλάδα ταιριάζει σ’ αυτό το μοντέλο.
Η Ελλάδα ήταν βαριά χρεωμένη όταν εντάχθηκε στην ευρωζώνη το 2001, με το δημόσιο χρέος να ανέρχεται περίπου στο 99% του ΑΕΠ. Ως νέο μέλος, ωστόσο, μπορούσε να δανείζεται εύκολα από το 2000 έως το 2008, και ο δείκτης χρέους – ΑΕΠ ανέβηκε στο 109%.

Όταν η ευημερία μιας χώρας εξαρτάται από την συνεχή εισροή κεφαλαίων, μια απότομη διακοπή των χρηματοοικονομικών ροών πυροδοτεί και οξεία συρρίκνωση. Στην Ελλάδα, ο εύκολος δανεισμός σταμάτησε το 2008 με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση. Η οικονομία συρρικνώθηκε κατά 18% από το 2008 έως το 2011 και η ανεργία εκτοξεύτηκε από το 8% στο 18%.

Κατά την άποψή μου, η πολιτική απάντηση των εταίρων της Ελλάδας, υπό την ηγεσία της Γερμανίας, ήταν ανόητη και παντελώς αντιεπαγγελματική. Η προσέγγισή τους ήταν να παράσχουν νέα δάνεια έτσι ώστε η Ελλάδα να μπορεί να εξυπηρετεί τα υπάρχοντα χρέη της, χωρίς να αποκαθίσταται το ελληνικό τραπεζικό σύστημα ή να προάγεται η ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών. Το πρώτο πακέτο διάσωσης της Ελλάδας των 110 δις ευρώ το 2010 πήγε στην αποπληρωμή των κρατικών χρεών προς τις γερμανικές και τις γαλλικές τράπεζες. Ως συνέπεια, η Ελλάδα πλέον οφείλει ένα πολύ μεγαλύτερο τμήμα του χρέους της στους επίσημους πιστωτές.
Χρόνο με τον χρόνο, οι πιστωτές της Ελλάδας υπόσχονταν ότι τα πακέτα διάσωσης θα έφερναν μια ουσιαστική ανάκαμψη της παραγωγής, της απασχόλησης και των εξαγωγών. Αντιθέτως όμως, η χώρα έζησε μια βαθιά ύφεση αντίστοιχη με εκείνη της πτώσης της παραγωγής και της απασχόλησης που υπέστη η Γερμανία από το 1930 έως το 1932, στα χρόνια δηλαδή που προηγήθηκαν της ανόδου του Χίτλερ.
Για να ξεπεραστεί μια οικονομική κρίση, ο πιστωτής πρέπει να είναι έξυπνος και μετρημένος. Είναι σωστό να ζητά ισχυρές μεταρρυθμίσεις από την κυβέρνηση ενός οφειλέτη που πάσχει από κακοδιοίκηση. Εάν, όμως, ο οφειλέτης πιεστεί πάρα πολύ, τότε η κοινωνία διαρρηγνύεται, η χώρα οδηγείται στην αστάθεια, στη βία, σε πραξικοπήματα και σε διάχυτη ανθρωπιστική κρίση. Κι ενώ ο οφειλέτης είναι εκείνος που χάνει τα περισσότερα, ο πιστωτής χάνει επίσης καθώς δεν παίρνει τα λεφτά του πίσω.
Το μοντέλο της επιτυχίας είναι να συνδυάζονται οι μεταρρυθμίσεις με ανακούφιση από το χρέος, σε ακολουθία με τις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας. Ένας έξυπνος πιστωτής της Ελλάδας θα έθετε κάποιες σοβαρές ερωτήσεις. Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα να κινήσει και πάλι τις πιστώσεις μέσα από το τραπεζικό σύστημα; Πώς μπορούμε να βοηθήσουμε την Ελλάδα να τονώσει τις εξαγωγές της; Τί χρειάζεται για να υπάρξει ταχεία ανάπτυξη των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων της χώρας;
Επί πέντε χρόνια τώρα, η Γερμανία δεν έθεσε αυτές τις ερωτήσεις. Στην πραγματικότητα οι ερωτήσεις αντικαταστάθηκαν από την γερμανική οργή για τη ραθυμία και τη διαφθορά των Ελλήνων. Η κατάσταση έγινε άσχημη και πήρε χαρακτήρα προσωπικό και από τις δύο πλευρές. Και οι πιστωτές απέτυχαν να παράσχουν μια ρεαλιστική προσέγγιση για το ελληνικό χρέος, ίσως λόγω του φόβου της Γερμανίας ότι θα ακολουθούσαν η Ιταλία, η Πορτογαλία και η Ισπανία, ζητώντας και εκείνες ελάφρυνση.
Οι πιστωτές είναι κάποιες φορές σοφοί και κάποιες άλλες απίστευτα ανόητοι. Η Αμερική, η Βρετανία και η Γαλλία στάθηκαν απίστευτα ανόητες στη δεκαετία του ’20 επιβάλλοντας υπερβολικές πληρωμές επανορθώσεων στη Γερμανία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στις δεκαετίες του ’40 και του ’50 οι Ηνωμένες Πολιτείες υπήρξαν ένας σοφός πιστωτής, παρέχοντας στη Γερμανία νέα κεφάλαια μέσω του σχεδίου Μάρσαλ το οποίο ακολούθησε η ελάφρυνση χρέους το 1953.
Στη δεκαετία του ’80 οι ΗΠΑ ήταν ένας κακός πιστωτής αξιώνοντας υπερβολικές αποπληρωμές οφειλών από τη Λατινική Αμερική και την Αφρική. Στη δεκαετία του ’90 και αργότερα συμπεριφέρθηκαν πιο έξυπνα, βάζοντας στο τραπέζι την ελάφρυνση του χρέους. Το 1989, οι ΗΠΑ ήταν αρκετά έξυπνες για να παράσχουν ελάφρυνση χρέους στην Πολωνία (και η Γερμανία ακολούθησε, αν και δυσανασχετώντας). Το 1992 η ανόητη επιμονή τους για αυστηρή εξυπηρέτηση των χρεών της σοβιετικής περιόδου από τη Ρωσία έβαλε τις ρίζες για τις σημερινές τεταμένες σχέσεις.
Οι αξιώσεις της Γερμανίας έχουν φέρει την Ελλάδα ακριβώς στο σημείο πριν από την κατάρρευση, με πιθανές καταστροφικές συνέπειες για την Ελλάδα, την Ευρώπη και την παγκόσμια φήμη της Γερμανίας. Σήμερα είναι ο καιρός για επίδειξη σοφίας και όχι ακαμψίας. Και σοφία δεν σημαίνει χάδι. Η διατήρηση μιας ειρηνικής και ευημερούσας Ευρώπης είναι η πιο ζωτική ευθύνη που έχει η Γερμανία. Είναι όμως, ταυτόχρονα, και το πιο ζωτικό εθνικό της συμφέρον.


Ο Jeffrey Sachs είναι καθηγητής Βιώσιμης Ανάπτυξης, Πολιτικής και Διαχείρισης της Υγείας και Διευθυντής του Ινστιτούτου Γης του πανεπιστημίου Κολούμπια