Είναι πραγματικά αξιοπερίεργο ότι η Αριστερά στην Ελλάδα χάνει πάντα με τον ίδιο τρόπο.
Πρώτα κάνει ένα «δεξιό λάθος». Συμφωνία του Λιβάνου ή Συμφωνία του Eurogroup της 20ής Φεβρουαρίου.
Ακολουθεί ένα «αριστερό λάθος». Δεκεμβριανά ή Δημοψήφισμα.
Και ύστερα τρέχει να παραδοθεί. Στη Βάρκιζα και στις Βρυξέλλες.
Ο Ν. Μαραντζίδης («Καθημερινή», 14 Ιουλίου) μας θύμισε την ομιλία του Γιάννη Ιωαννίδη (Νο 2 του ΚΚΕ εκείνης της εποχής) στην Κεντρική Επιτροπή του κόμματος αμέσως μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας:
«Ηταν απαραίτητο να συνάψουμε τη συμφωνία (…) Η σημερινή συμφωνία είναι αποτέλεσμα της διεθνούς κατάστασης. Είχαμε και έχουμε σωστή πολιτική, αλλά οι σημερινές συνθήκες δεν μας επιτρέπουν να την εφαρμόσουμε. Αν αύριο αλλάξουν οι συνθήκες, θα νικήσουμε».
Δεν νομίζω ότι η ουσία της ομιλίας Τσίπρα στη Βουλή ήταν διαφορετική –συν τα περί εκβιασμού…
Δεν ξέρω αν η συγκεκριμένη «μεθοδολογία της ήττας» έχει ευρύτερες εφαρμογές ή αναφορές. Είμαι βέβαιος όμως ότι στηρίζεται σε κοινές αιτίες.
Πρώτον, σε μια αδυναμία ανάγνωσης των πραγματικών συσχετισμών.
Η αδυναμία αυτή προκύπτει από άγνοια, από έλλειψη παραστάσεων αλλά και από έναν ακραίο υποκειμενισμό όπου το επιθυμητό ή το συμφέρον εκλαμβάνεται ως δεδομένο.
Τον Δεκέμβριο του ’44 η ηγεσία του ΚΚΕ πίστευε ότι οι Αγγλοι δεν πρόκειται να επέμβουν. Το 2015 η κυβέρνηση Τσίπρα θεωρούσε ότι οι Ευρωπαίοι «δεν υπάρχει περίπτωση να πουν Οχι» και δεν θα κλείσουν τις τράπεζες.
Ο υποκειμενισμός αυτός υποβιβάζει αναγκαστικά την πολιτική σε μια δήλωση προθέσεων, σε μια άσκηση μεγαλοστομίας και σε μια διαδικασία συγκίνησης.
Εδώ και έξι μήνες η σημερινή κυβέρνηση μοιράζει εντός κι εκτός Ελλάδος γενικόλογα κηρύγματα περί δημοκρατίας, ευρωπαϊκής ιδέας, αξιοπρέπειας, υπερηφάνειας κ.λπ. Για την ταμπακέρα, κουβέντα.
Δεύτερον, στην παντελή απουσία μιας κουλτούρας διαχείρισης, άρα συμβιβασμού.

Για το σύνολο σχεδόν της ελληνικής Αριστεράς (μια Αριστερά ως επί το πλείστον κομμουνιστικής προέλευσης…) η έννοια του συμβιβασμού είναι περίπου συνώνυμο της προδοσίας ή της υποταγής.
Οχι μόνο επειδή η Αριστερά θεωρεί ότι κατέχει εξ ορισμού το ορθό, το αληθές και το δίκαιο, άρα πώς να συμβιβαστεί χωρίς να προδώσει το ορθό, το αληθές και το δίκαιο;
Αλλά και επειδή η οποιαδήποτε απομάκρυνση από τις αριστερές βεβαιότητες δημιουργεί διαχειριστικές ανασφάλειες.
Πώς να διαχειριστείς κάτι που ξεφεύγει από τον ορίζοντα της σιγουριάς σου; Πώς, ας πούμε, να διαχειριστεί ο ΣΥΡΙΖΑ τις ιδιωτικοποιήσεις ή τις μεταρρυθμίσεις όταν η σκέψη του εξαντλείται στο πεδίο του κράτους;
Από αυτήν την αδυναμία πρόσληψης προκύπτει και η εμμονική επίθεση στα «μέσα της διαπλοκής» ή στα «συστημικά μέσα». Οταν τα μέσα μεταφέρουν μια πραγματικότητα που δεν είναι η δική τους, τότε στο μυαλό τους η πραγματικότητα αυτή δεν είναι παρά μια ύποπτη «κατασκευή».
Η αδυναμία πρόσληψης έχει την εξήγησή της.
Η σημερινή Αριστερά προέρχεται από μικρές «ομάδες πολιτικής ψυχοθεραπείας» (για να χρησιμοποιήσω την έκφραση του Στέλιου Ράμφου) οι οποίες φυτοζωούσαν επί δεκαετίες στο περιθώριο του πολιτικού και κοινωνικού συστήματος.
Η επιβίωσή τους εξαρτιόταν από την αναγκαία (αυτ)απάτη να έχουν δίκιο «εναντίον όλων», ακόμη και εναντίον της ζωής.
Αλλά σε τέτοιες συνθήκες πολιτικού αυτισμού, δεν μπορεί να ανθήσει καμία κουλτούρα διαλόγου, ουσιαστικής διαπραγμάτευσης και συμβιβασμού.
Είναι αλήθεια ότι η απουσία μιας τέτοιας διαχειριστικής κουλτούρας δεν ενοχλεί όταν η Αριστερά δεν φέρει καμία υποχρέωση ευθύνης. Μπορεί δωρεάν να λέει την παρόλα της και να θαυμάζει τον εαυτό της.
Αλλά όταν υποχρεούται να διαχειριστεί τις τύχες της χώρας και όταν δεν έχει την ισχύ να επιβάλει τις απόψεις της, τότε η (αυτ)απάτη κοστίζει πολύ ακριβά.
Οπως συνέβη το τελευταίο εξάμηνο.
«…πολλά ραντεβού!»
Η ηγερία του Αντιμνημονιακού Αγώνα Ραχήλ Μακρή αναφώνησε μόλις είδε το νέο Μνημόνιο:
Ραντεβού στα γουναράδικα!..
Την επομένη που το ξανασκέφτηκε, θύμωσε ακόμη περισσότερο. Και αφήνοντας στην άκρη τα γουναράδικα, η ηγερία Ραχήλ βροντοφώναξε στο Facebook:
Ραντεβού στους δρόμους της φωτιάς!..
Επειδή όμως ο αγώνας συνεχίζεται και μάλλον θα χρειαστούν «ένα, δύο, τρία… πολλά ραντεβού» (για να παραφράσουμε και τον αγωνιστή Τσε Γκεβάρα!), προτείνω μερικές ιδέες για τη συνέχεια:
Ραντεβού στα τυφλά!..

Ραντεβού στον αέρα!..
Ραντεβού στην Κέρκυρα!..
Στα δύο τελευταία πρωταγωνιστούν αντιστοίχως η Ρένα Βλαχοπούλου και η Τζένη Καρέζη, άρα μπορεί να διαλέξει και τον γυναικείο ρόλο που της ταιριάζει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ