Πέντε άνδρες και τρεις γυναίκες εισέρχονται σταδιακά στην άδεια σκηνή. Τα φώτα της πλατείας παραμένουν ανοιχτά: θεατές και ηθοποιοί ανήκουμε στην ίδια «παράσταση», μοιάζουμε εξίσου αμήχανοι… Οι ηθοποιοί περπατάνε σκεπτικοί, σε ασύμμετρους σχηματισμούς. Η αφίσα που αναρτάται πάνω στην ημιδιάφανη κουρτίνα γίνεται δεκτή με περισυλλογή: είναι ο «Λαγός» του Αλμπρεχτ Ντύρερ, υδατογραφία του 1502, στην οποία το ζώο του τίτλου απεικονίζεται με λεπτομέρεια.
Στην επόμενη σκηνή ένα μακρύ κυλινδρικό μηχάνημα περιστρέφεται θορυβωδώς γύρω από τον εαυτό του. Από την οροφή κατεβαίνουν σταδιακά τρεις ή τέσσερις μελαχρινές περούκες. Τη συνθλιβή της καθεμιάς συνοδεύει ένας ήχος ανατριχιαστικός, σαν οδοντωτός μεταλλικός δίσκος που προσκρούει με ιλιγγιώδη ταχύτητα πάνω σε μεταλλική επιφάνεια. Οι περούκες γίνονται μαυριδεροί λεκέδες –μύγες λιωμένες σε άσπρο φόντο.
Πάμε τώρα σε μια μικρή, τυπική τουαλέτα. Μια γυναίκα βογκάει στη λεκάνη. Ανάμεσα στα πόδια της τρέχουν αίματα. Το πάτωμα έχει πλημμυρίσει. Τα τακούνια της γλιστράνε. Σκοτάδι… Ενας κάδος απορριμμάτων. Ηχος από κλάμα μωρού. Μια σακούλα κουνιέται. Είναι δυνατόν;
Σε λίγο η γυναίκα κάθεται στο γραφείο του ανακριτή. «Μόνη σας τα κάνατε όλα;» τη ρωτάει, εννοώντας την εγκατάλειψη του βρέφους. «Ηταν ο μόνος τρόπος να το σώσω» επιμένει εκείνη. «Θα απελευθερώσει τον λαό του από τη σκλαβιά. Θα τους ανοίξει τα μάτια. Θα πάει να συναντήσει τον Θεό. Θα συνάψει νέο συμβόλαιο μαζί Του…». Η αλαφιασμένη γυναίκα δείχνει απόλυτα πεπεισμένη πως έχει φέρει στον κόσμο τον καινούργιο μας σωτήρα. Και το όνομα αυτού Μωυσής…
Η ιστορία του θρυλικού απελευθερωτή του λαού των Εβραίων από τους Φαραώ εμπνέει τον Καστελούτσι. Στο «Go down, Moses» η ιδέα του εγκαταλελειμμένου βρέφους (ως γνωστόν, ο Μωυσής βρέθηκε από μια αιγύπτια πριγκίπισσα μέσα σε ένα καλάθι στον Νείλο) τοποθετείται στη σύγχρονη εποχή, με την αστυνομία και τους ψυχολόγους να σπεύδουν προς διαλεύκανση της εγκληματικής συμπεριφοράς της νεαρής μητέρας.
Καθώς το σώμα της εισέρχεται στον μαγνητικό τομογράφο (οι «ειδικοί» ψάχνουν τι τρέχει με τον εγκέφαλό της), το «στόμα» του μηχανήματος μετατρέπεται σε είσοδο προϊστορικής σπηλιάς. Η κάθοδος στο συλλογικό ασυνείδητο αρχίζει… Ενας άνδρας και μια γυναίκα μοιάζουν να τρώνε ένα νεκρό μωρό. Αμέσως μετά ξεκινούν τη διαδικασία δημιουργίας καινούργιου. Η μητέρα του Μωυσή φτάνει κι αυτή στη σπηλιά. Ξαπλώνει, ανοίγει τα χέρια… Αλλά είναι μόνη… «Νιώθει, όπως κι εμείς μαζί της, την αναγκαιότητα να σωθεί από τη σκλαβιά. Αλλά δεν υπάρχει σωτηρία. Η ελπίδα είναι πάντα απόγνωση» λέει ο σκηνοθέτης σε πρόσφατη συνέντευξή του.
Τέχνη – θάνατος – ζωή και πάλι από την αρχή: το προαιώνιο τρίπτυχο «ανακύκλωσης» κινητοποιεί τον Καστελούτσι. Το σύνολο διέπεται από μια αίσθηση ποιητικής ελευθερίας που ακολουθεί την έλξη των συνειρμών και τους εντάσσει στον αφηγηματικό ιστό ως γόνιμες πηγές έντασης και αμφισημίας. Μερικές φορές τα σχόλια είναι προφανή: ο πρωτόγονος άνθρωπος που γράφει με τις λερωμένες παλάμες του ένα τεράστιο SOS πάνω στον γυάλινο «τοίχο»… Αλλες φορές πάλι ασκούν ιδιαίτερη γοητεία: ο πολτοποιητής κεφαλών λειτουργεί ως εξαιρετική αλληγορία για κάθε είδους αλλοτρίωση ή συντριβή της εποχής.
Ο Καστελούτσι είναι διαβόητος εικονολάτρης. Οι εικόνες που δημιουργεί εδώ έχουν απολέσει τη μανία εύκολου εντυπωσιασμού που τις διέκρινε παλαιότερα. Εχουν γίνει μικρές, μεστές ιστορίες, καθεμιά από τις οποίες θα μπορούσε να σταθεί αυτόνομα. Ολες μαζί συνθέτουν ένα αινιγματικό, ερεθιστικό, φωτισμένο με ακρίβεια σύνολο που ευχαριστεί ενώ ταυτόχρονα «ενοχλεί»: το ηχητικό περιβάλλον (από επίμονους μηχανικούς ήχους ως σύγχρονες χορωδιακές συνθέσεις και lieder) συνθέτει μια φορτισμένη ατμόσφαιρα.
Η πραγματική αδυναμία του «Go down, Moses» αποδεικνύεται άλλη: η δραματουργία. Η δουλειά που έκανε σε αυτόν τον τομέα ο σκηνοθέτης μαζί με την αδελφή του Κλαούντια στάθηκε ελλιπής. Δεν είναι μόνο ότι η σκηνή της ανάκρισης κρατάει διπλάσιο χρόνο απ’ ό,τι θα χρειαζόταν και ότι ο διάλογος προσπαθεί με έναν εσκεμμένα αφελή τρόπο να περάσει σημαντικά μηνύματα αλλά δεν τα καταφέρνει. Είναι ότι τελικά ο προβληματισμός για τον μύθο της σωτηρίας (και της διάψευσής της) δεν παίρνει ικανοποιητική υπόσταση ούτε η ιστορία της μητέρας και της αγωνίας της αναδύεται αρκετά πειστική (ή πιεστική). Θα χρειαζόταν, νομίζω, περισσότερη ανάπτυξη του δημιουργικού συλλογισμού του σκηνοθέτη έτσι ώστε να επιτευχθεί μεγαλύτερη διεισδυτικότητα της αφήγησης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ