Ενα ορφανό, καταφρονεμένο παιδί που έχει πέσει σε έναν κακό πατριό αποφασίζει να αντιδράσει. Παίρνει μια πέτρα –όχι πολύ βαριά, δεν μπορεί να σηκώσει και πολλά κιλά έτσι κακοταϊσμένο που είναι –και την πετάει προς τον δυνάστη του. Η ρίψη είναι μέτρια, κακοσχεδιασμένη, η πέτρα αστοχεί, ξύνει ελάχιστα τον σκληρό εκμεταλλευτή. Το μικρό παιδί στρέφεται να τρέξει μακριά από τον ενοχλημένο πατριό, αλλά δεν έχει υπολογίσει δύο βασικά πράγματα: α) Δεν έχει προγραμματίσει πού θα πάει. β) Δεν έχει δέσει τα κορδόνια του. Σκουντουφλάει και πέφτει καθώς ο ισχυρός κινείται προς το μέρος του με αργά βήματα. Τέλος πρώτης πράξης.
Κάπως θλιβερό το παράδειγμα, σαν κακή αντιγραφή διηγήματος του Καρόλου Ντίκενς. Πιο μελό από τα γούστα ενός φυσιολογικού ανθρώπου· αλλά δυστυχώς αντιπροσωπευτικό της κατάστασής μας.
Ποια είναι αυτή; Αρχικά, ότι είμαστε ή νομίζουμε ότι είμαστε ένα φτωχό και καταφρονεμένο παιδί με λυμένα κορδόνια. Στη συνέχεια, ότι έχουμε δίκιο σε πολλά. Οτι ο τρόπος με τον οποίο έχουν εφαρμοστεί και έχουν αγνοηθεί διατάξεις από τις προηγούμενες συμφωνίες της πτωχευμένης ελληνικής κυβέρνησης με τους ύποπτα πρόθυμους δανειστές της έχει φέρει τη χώρα σε μια καφκική ακινησία. Οτι τα τελευταία πέντε χρόνια, η ελληνική κοινωνία έχει ταλαιπωρηθεί, το ΑΕΠ έχει μειωθεί κατά 25%, η οργή έχει ξεχειλίσει, ο λυρισμός επίσης. Οτι η έλλειψη χρημάτων έχει φέρει έλλειψη δημοκρατίας. Οτι οι δημαγωγοί έχουν κυριαρχήσει. Οτι η έννοια του πολιτικού ως του καλού πατέρα που θα μας σώσει/φροντίσει έχει φτάσει σε ένα απελπιστικό αδιέξοδο.

Αυτή είναι η πραγματικότητα. Το ερώτημα είναι τι κάνουμε από εδώ και πέρα. Η Ελλάδα θυμίζει τους ανθρώπους που είναι βουτηγμένοι σε μια παραλυτική ακινησία έπειτα από ένα τρομερό χτύπημα της μοίρας. Τους ανθρώπους που πενθούν, που χρεοκοπούν, που αποτυγχάνουν, που χωρίζουν –χωρίς να το θέλουν. Τους ανθρώπους που έχουν δύο επιλογές μετά τη στιγμή της συντριβής. Την παραίτηση ή τη δράση. Είτε θα αλλάξεις τη ζωή σου είτε θα μείνεις για πάντα μελαγχολικός, για πάντα ηττημένος.
Μιλώντας για ήττα, η προοπτική της ελπίδας, όπως αυτή εκφράστηκε τόσο καιρό, συνετρίβη τη χειρότερη ώρα της εβδομάδας: το πρωί της Δευτέρας, όταν οι σχεδόν λιπόθυμοι από την κούραση αρχηγοί κρατών έβγαιναν από τη Σύνοδο Κορυφής στις Βρυξέλλες, όπως έβγαιναν παλιά οι Ελληνες από τα μπουζούκια: χαρούμενοι, κουρασμένοι, αδιάφοροι για όσους έμειναν πίσω να μαζέψουν τη ζημιά. Ανάμεσά τους και ο Αλέξης Τσίπρας, ούτε χαρούμενος ούτε μεθυσμένος. Αλλαγμένος. Είχε μόλις υπογράψει το τέλος των ψευδαισθήσεών του, είχε ζήσει μια στιγμή που θα διηγείται στον γιο του, τον μικρό Ερνέστο, όταν αυτός μεγαλώσει.

Ηταν ένας άλλος άνθρωπος; Αυτό μένει να φανεί. Το μόνο σίγουρο είναι πως, ως πατρική φιγούρα της ελληνικής κρίσης, την ώρα που υπέγραφε τη συμφωνία άλλαζε για πάντα –έπρεπε να το περιμένει από τη στιγμή που η διαπραγμάτευση είχε αποτύχει τόσο οικτρά. Οσο εξαπατημένη και να νιώθει η ελληνική κοινωνία, πρέπει να το ομολογήσει: Η επιθυμία για τέλος της λιτότητας σε συνδυασμό με το 80% της επιθυμίας για παραμονή στο ευρώ δεν έδινε πολλές επιλογές. Το ευρώ δεν ήταν ποτέ ένα αριστερό πρότζεκτ και όσο η οικονομική δικαιοσύνη δεν μπορεί (ακόμη;) να επιτευχθεί με την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα, δεν έχουμε πολλές επιλογές. Για την ακρίβεια, έχουμε μόνο μία.
Μπορούμε να μιλάμε επί ώρες για το πόσο κακή και εκδικητική είναι η Ευρώπη. Αλλά από τη στιγμή που δεν έχουμε διαφορετικό πλάνο, πρέπει να γίνει το προφανές: ο Αλέξης Τσίπρας να εκμεταλλευτεί το σπάνιο πολιτικό του ταλέντο (και κεφάλαιο), να μιλήσει ειλικρινά, απολογητικά, ανθρωπιστικά, να μοιράσει τα βάρη όσο πιο ισότιμα μπορεί, να προστατεύσει τους αδύναμους στους οποίους στηρίχθηκε και να μετατρέψει την εθνική απόγνωση σε εθνικό όραμα. Να πει πως αν αυτή η συμφωνία εφαρμοστεί όσο πιο δίκαια γίνεται, στις 31 Δεκεμβρίου του 2018 θα έχει καταφέρει να τελειώσει αυτό που ξεκίνησε στο Καστελόριζο το 2010. Θα είναι η στιγμή που το ορφανό θα έχει δέσει τα κορδόνια του.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Ιουλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ