Είναι γνωστό, όπως σημειώνει σε πρόσφατο άρθρο του κι ο γνωστός νομπελίστας οικονομολόγος Paul Krugman, πως ο μηχανισμός του ESM (European Stability Mechanism) δεν είχε δοκιμαστεί. Δυστυχώς αυτό δεν ισχύει πια καθότι με την αναγγελία του δημοψηφίσματος τη Δευτέρα (29/6) δώσαμε την χρυσή ευκαιρία στον υπουργό οικονομικών της Γερμανίας να προβεί στην πρώτη πρόβα τζενεράλε και να επιδείξει την ισχύ και την αποτελεσματικότητα του μηχανισμού.

H κινητικότητα κι οι διαρροές για τις όποιες διαφωνίες στο γερμανικό κυβερνητικό σχηματισμό, θα μπορούσαν να μας επιτρέψουν να υποθέσουμε πως τα νούμερα, δηλ. οι αγορές των ιταλικών, ισπανικών και πορτογαλικών κυρίως ομολόγων, ήταν τόσο υψηλές που προκάλεσαν κάποιες αμφιβολίες για τον χρόνο που θα χρειαστεί για να απορροφηθούν οι κραδασμοί που θα ακολουθήσουν του Grexit.

Ωστόσο το βαρουφάκειο αυτό κύμα, με το οποίο θα προσπαθήσει να μείνει στην ιστορία ο υπουργός Οικονομικών της χώρας μας, θα απορροφηθεί καθότι ο μηχανισμός έχει άπειρη δυνατότητα αγοράς χρεογράφων (τα οποία αφότου τα αγοράσει ο ESM τα ανταλλάσσει με την ΕΚΤ με φρεσκοτυπωμένη ρευστότητα και ούτω καθεξής) κι έτσι θα επιτρέψει την ενορχηστρωμένη γερμανική επιθυμία και στρατηγική της χρήσης του υποτιθέμενου πανικού, κενού ή σαστίσματος, ώστε να εκβιάσει την οικονομική ολοκλήρωση της Ευρώπης, η οποία προϋποθέτει την παράδοση της δημοσιονομικής κυριαρχίας (κάτι στο οποίο αντιστέκονται οι γάλλοι, εξ ου και η προτροπή του «ναι» του κ. Ολάντ) και την έκδοση των ευρωομολόγων.

Μια έκδοση που επιπροσθέτως θα οδηγήσει σε μια ομολογιακή απόδοση του 2-3% (μεσοπρόθεσμα) και που θα επιτρέψει στους γερμανούς να απεγκλωβιστούν από τα αφύσικα 0% επιτόκια δανεισμού τους, τα οποία και εκθέτουν σε πραγματικό μακροχρόνιο κίνδυνο τα ασφαλιστικά και λοιπά επενδυτικά τους ταμεία και προγράμματα.

Έτσι με όρους game theory, του αγαπημένου αυτού επιστημονικού πεδίου του κ. Βαρουφάκη, o κ. Σόιμπλε έχει φέρει την κατάσταση σε ένα σημείο win-win, όπου ό,τι και να γίνει η Γερμανία είναι η μεγάλη κερδισμένη, προτιμώντας φυσικά το «όχι» των ελλήνων, γιατί τις δίνει περισσότερα και σε μικρότερο χρονικό διάστημα.

Το «ναι» φυσικά και πάλι οδηγεί σε μια ενδυνάμωση της γερμανοκεντρικής ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, αλλά σε μικρότερο βαθμό, αφήνοντας και κάποια προσχηματική δύναμη και στις Βρυξέλλες. Όσον αφορά στον υπουργό οικονομικών μας, το win-win βρίσκεται στο φαντασιακό του και στην ανάγκη του για υστεροφημία, καθότι το «όχι» και η μεγάλη έξοδος (Grexit) οδηγεί στην πρώτη πραγματική τάχα μεγάλη δοκιμασία της ευρωζώνης και του μηχανισμού στήριξης (τo βαρουφάκιο, ας επιμείνουμε, κύμα), είτε σε καλύτερη τάχα συμφωνία, η οποία όμως σε όρους moral hazard είναι εξ ορισμού άτοπη, διότι δεν μπορούν οι ευρωπαϊκές αρχές, όσων αφορά στην μελλοντική τους αξιοπιστία και αποτελεσματικότητα, να υποχωρήσουν σε έναν εκβιασμό.

Ο ελληνικός λαός φυσικά και έχει εγκλωβιστεί σε μια κατάσταση lose-lose διότι, πέρα από τον διχασμό και αγνοώντας το γεωπολιτικό ρίσκο, με το «όχι» θα μειωθεί το εγχώριο εισόδημα μεσο-βραχυχρόνια σημαντικά (κι η όποια πιθανότητα μακροχρόνιας επιτυχίας μιας κυρίαρχης νομισματικής πολιτικής, φυσικά και θα παρεμποδιστεί από τους γερμανούς, για να μην μιλήσουμε για το αγγλικό δίκαιο και τις αξιώσεις των ενέχυρων υποθηκών και την πρακτική υλοποίηση τους), ενώ με το «ναι» και πάλι θα βρεθούμε σε ένα pro-austerity (υφεσιακό) μείγμα πολιτικής που θα συνοδεύεται από σημαντικές μειώσεις των μισθών και των συντάξεων, οι οποίες και δεν θα αντισταθμίζονται επαρκώς από προγράμματα ανάπτυξης (ΕΣΠΑ) και την αναδιάρθρωση του χρέους (δεδομένων όσων έχουμε δει μέχρι τώρα), νομιμοποιώντας ταυτόχρονα τις πολιτικές του παρελθόντος εγχώρια και τις πολιτικές λιτότητας στην ευρωζώνη.

Το ζητούμενο βέβαια είναι η ελαχιστοποίηση της εγχώριας-εθνικής ζημιάς, κάτι που εύλογα εξυπακούεται στην επιλογή της δεύτερη στρατηγικής, καθότι η ύφεση θα είναι μικρότερη και η «έξοδος» πιθανή και δυνατή με τις συνοδευόμενες προφανώς εκπτώσεις και απορροφώντας τις συνέπειες των όσων εθνικά αυτοπυροδοτήσαμε με τις ιστορικές και πολιτικές μας επιλογές.

Κλείνοντας να σημειωθεί πως οι προθέσεις του πρωθυπουργού κ. Τσίπρα δεν αμφισβητούνται από τον γράφοντα και πως το παράλογο αυτό δημοψήφισμα που μας εγκλώβισε σε αυτή την δύσκολη θέση, έδειξε πως η αξιοπρεπής του έξοδος και η διατήρηση μέρους του πολιτικού του κεφαλαίου, μετακυλίστηκε στον διχασμό προκαλώντας βλάβες που θα συζητιούνται, στην καλύτερη των περιπτώσεων, επί χρόνια.


Ο Πέτρος Γκολίτσης είναι λέκτορας οικονομικών του Πανεπιστημίου του Sheffield