Είναι Πέμπτη, η εφημερίδα πάει για τύπωμα και την Κυριακή δεν ξέρω αν θα βρεθούμε μπροστά στο παράνομο, παραπλανητικό και ξεδιάντροπο ψηφοδέλτιο. Κανείς δεν ξέρει τι στροφή θα σκαρφιστεί πάλι η κυβέρνηση του τζόγου. Πάντως, αν δεν έχει πάρει πίσω το «δημοψήφισμα», θα ψηφίσουμε «Ναι στην Ευρώπη» επειδή όλοι ξέρουμε πλέον το πραγματικό ερώτημα.
Αυτό το κεφάλαιο όμως κλείνει. Αλλα ερωτήματα μας θέτει τώρα η κατάσταση που διαμορφώνεται. Το ένα είναι: Γιατί άραγε θα χάσει το παιχνίδι του «δημοψηφίσματος» η κυβέρνηση; Και η απάντηση χρειάζεται για να απαντήσουμε στο δεύτερο: Τι μας μέλλεται μετά;
Γιατί λοιπόν θα χάσει το παιχνίδι του «δημοψηφίσματος» η κυβέρνηση του ψεύδους και της παραπλάνησης; Η απάντηση είναι απλή: επειδή οι Ελληνες κατάλαβαν. Επειδή οι έλληνες πολίτες δεν είναι «μάζες», όπως τους ονομάζει περιφρονητικά η δήθεν «Αριστερά», αγνοώντας τον Μαρξ, γιατί έτσι τους θέλει να είναι –μια μάζα άβουλη, απαίδευτη, έρμαιο της προπαγάνδας, έτοιμη να ξαναρχίσει τον Εμφύλιο.
Και τι μας μέλλεται μετά; Μετά όλα εξαρτώνται από εμάς.

Πρώτον
, αμέσως μετά, αν η κυβέρνηση της αναίσχυντης δημαγωγίας προκηρύξει εκλογές, πρέπει να χάσει και το άλλο της «παιχνίδι», την εξουσία. Και θα το χάσει επειδή είναι πολλοί οι παραπλανημένοι συμπολίτες μας που την εψήφισαν και θα την τιμωρήσουν. Αρκεί να διαλέξουμε τους νέους και άφθαρτους που θα στείλουμε σε μια Βουλή που οι φασιστικές καρικατούρες και η αριστερο-δεξιά κυβέρνηση είχαν μετατρέψει σε χαμαιτυπείο. Και να έχουμε μια σοβαρή κυβέρνηση εθνικής ομοψυχίας που θα αποκαταστήσει την καταρρακωμένη αξιοπιστία της χώρας μας.

Δεύτερον,
η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιήσει αμέσως το μικρό περιθώριο ασφαλείας που θα έχει, το νέο δάνειο που ελπίζουμε να εγκρίνουν οι πολιτικοί των άλλων χωρών της Ευρώπης. Αν το αποφασίσουν, θα είναι τα δισεκατομμύρια που θα μας δώσουν επιπλέον αυτών που έχουν ήδη επιβαρύνει τους φορολογουμένους των χωρών τους, τους ψηφοφόρους τους. Θα είναι άλλο ένα δείγμα της αλληλεγγύης που μας έχουν δείξει ως τώρα. Αυτή είναι η αλήθεια και όχι η δημαγωγική ασυναρτησία ότι τάχα μας εκμεταλλεύτηκαν.

Τρίτον,
θα έχουμε ένα χρονικό περιθώριο για να ανορθώσουμε τον τόπο μας, με ομοψυχία και με μεγαλοψυχία, ξεχνώντας οριστικά το εμφυλιοπολεμικό κλίμα που καλλιεργεί η σημερινή κυβέρνηση. Εχουμε σπαταλήσει πέντε χρόνια, μας μένουν ακόμη δύο, τρία το πολύ. Δυο-τρεις μήνες στην αρχή, για να περάσουμε στη νομοθεσία μας μεταρρυθμίσεις πραγματικές, όχι παραπλανητικές, τις μεταρρυθμίσεις που θα δώσουν δουλειά και μέλλον στους νέους. Χρειαζόμαστε τουλάχιστον έξι μήνες ακόμη εντατικής εργασίας δεκάδων ειδικών ώστε να προτείνουμε στην Ευρώπη ένα ολοκληρωμένο σχέδιο επενδύσεων –όχι θεωρητικολογίες και γενικότητες. Χρειαζόμαστε στη συνέχεια έναν ακόμη χρόνο για να μειώσουμε τους φόρους και για να οργανώσουμε, από την άλλη πλευρά, υπηρεσίες που πραγματικά θα τους βεβαιώνουν και θα τους εισπράττουν από όλους ανεξαιρέτως, χωρίς τους εκβιασμούς και τις πληρωμένες χάρες της διαφθοράς.

Τέλος,
στον τρίτο χρόνο θα πρέπει να έχουμε πλέον διαμορφώσει ένα νομοθετικό πλαίσιο συνταγματικώς κατοχυρωμένο που θα προστατεύει τις επενδύσεις Ελλήνων και ξένων –αυτές που σίγουρα θα ακολουθήσουν και μάλιστα με ραγδαίο ρυθμό.
Ωστόσο, σε ολόκληρη αυτή την κρίσιμη τριετία το κυριότερο καθήκον μας θα είναι να οργανώσουμε επιτέλους την εκπαίδευση και την παιδεία που οφείλουμε στα παιδιά και στους νέους μας, αυτήν που θα προσφέρει η χώρα μας από το δημοτικό σχολείο ως το πανεπιστήμιο. Θα το κατορθώσουμε μόνο με μια συναινετική και μακρόπνοη εκπαιδευτική πολιτική και μόνο αν απομονώσουμε επιτέλους τους βάρβαρους που κυριαρχούν με τη βία και τον τρόμο στα πανεπιστήμια και στα σχολεία. Θα το κατορθώσουμε με στήριγμα τις χιλιάδες των δασκάλων που σκέφτονται και εργάζονται σαν ιεραπόστολοι –υπάρχουν, και είναι η πλειονότητα. Θα το κατορθώσουμε με τη συνδρομή των εκατοντάδων χιλιάδων μαθητών και φοιτητών που θα μαθαίνουν να σκέφτονται σαν αυριανοί πολίτες μιας πραγματικής δημοκρατίας.
Αυτά είναι τα περιθώριά μας και αυτές είναι οι βαριές υποχρεώσεις μας, ας το πάρουμε απόφαση. Αν το κατανοήσουμε και πολιτευθούμε με αυταπάρνηση, θα κάνουμε θαύματα. Μας έχει ξανασυμβεί στην ιστορία μας, μετά από παρόμοιες πτωχεύσεις και πολύ χειρότερες κρίσεις: μετά το 1893 και το φιάσκο στον πόλεμο του 1897· μετά το 1922 και τη Μικρασιατική συμφορά. Θα το είχαμε κατορθώσει και το 1944, αν δεν μας είχε συντρίψει ο τέταρτος και φρικτότερος εμφύλιος πόλεμος της ιστορίας μας –και θα το κατορθώσουμε τώρα, αποφεύγοντας επιτέλους τον πέμπτο εμφύλιο, που σιγοβράζει ακόμη.
Ο κ. Γιώργος Β. Δερτιλής είναι καθηγητής στην Ecole des Hautes Etudes en Sciences Sociales.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ