Σκέπτομαι ιστορικά τη λειτουργία των δημοψηφισμάτων και λέω ότι μπορούμε να διακρίνουμε δυο ειδών δημοψηφίσματα: από τη μια αυτά που τα θέλει ο λαός και τα ζητάει και από την άλλη αυτά που διοργανώνουν οι κυβερνήσεις, όχι για να ακούσουν τη γνώμη του λαού αλλά για να επιβεβαιώσουν την κυριαρχία τους παραπλανώντας τον λαό. Λέω ότι όταν τα δημοψηφίσματα προκαλούνται ύστερα από αίτημα του λαού, μπορεί να είναι θετικά. Οπως, για παράδειγμα, το δημοψήφισμα για το διαζύγιο που έγινε πριν από χρόνια στην Ιταλία. Το διαζύγιο ήταν ανύπαρκτο και καθιερώθηκε μετά την καταφατική ψήφο των Ιταλών σε αυτό το ερώτημα. Ή πρόσφατα στην Ιρλανδία, το δημοψήφισμα για τους γάμους των ομοφυλοφίλων.
Από την άλλη πλευρά, βλέπω ότι τα δημοψηφίσματα που προκαλούν οι ίδιες οι κυβερνήσεις αποβλέπουν στην ισχυροποίηση και μονιμοποίηση των κυβερνήσεων και οδηγούν στην καταστροφή. Ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ανιψιός του μεγάλου, αυτόν που είπαν μικρό μετά, είχε εκλεγεί πρόεδρος της δημοκρατίας μετά την επανάσταση του 1848. Ο ίδιος έκανε το δημοψήφισμα που τον έκανε αυτοκράτορα. Και οδήγησε τη Γαλλία στην καταστροφή του Γαλλογερμανικού Πολέμου του 1870. Να ένα κυβερνητικό δημοψήφισμα που οδήγησε στην καταστροφή. Οι εκλογές στην Ελλάδα το 1920 που επανέφεραν τον Κωνσταντίνο και είχαν χαρακτήρα δημοψηφίσματος. Αυτές οδήγησαν στη Μικρασιατική Καταστροφή. Το δημοψήφισμα του 1935 που επανέφερε τον Γεώργιο, που το προκάλεσε η δεξιά τότε κυβέρνηση, το Λαϊκό Κόμμα. Και το οργάνωσε και το έκανε έτσι νοθευμένο. Και οδήγησε στην Τετάρτη Αυγούστου. Το δημοψήφισμα που έκανε η χούντα για τη μοναρχία, το οποίο δεν ήταν για να φύγει η μοναρχία αλλά για να νομιμοποιηθεί η χούντα. Που κατέληξε στην καταστροφή της Κύπρου. Ολα τα κυβερνητικά δημοψηφίσματα έχουν αρνητικά αποτελέσματα.
Το δημοψήφισμα της Κυριακής δεν το ζήτησε ο κόσμος. Το προξενεί και το προκαλεί και το διοργανώνει η παρούσα κυβέρνηση. Και το ερώτημα που τίθεται είναι ένα ερώτημα εμφυλίου πολέμου. Αυτό το δημοψήφισμα μου θυμίζει τα καθεστωτικά δημοψηφίσματα των κυβερνήσεων που θέλουν να γίνουν μόνιμα καθεστώτα. Διότι, σκεφτείτε, πώς τίθεται το ερώτημα. Είστε με τους ξένους και τους λέτε ΝΑΙ σε ό,τι θέλουν ή τους λέτε ΟΧΙ και κάνετε, όπως είπε κι ένας υπουργός, την πατρίδα Κούγκι; Νομίζω ότι αυτό το ερώτημα, διαχωρίζοντας με αυτόν τον τρόπο τους πολίτες, είναι το πρώτο μεγάλο βήμα προς έναν εθνικό διχασμό και έναν εμφύλιο πόλεμο. Από τη μια όσοι ψηφίσουν ΝΑΙ είναι «προδότες», «πουλημένοι», «γερμανοτσολιάδες» και από την άλλη όσοι ψηφίσουν ΟΧΙ είναι οι πατριώτες που σηκώνουν τη σημαία της ελευθερίας.
Λίγο να έχει ζήσει κανείς την εποχή του σταλινισμού βλέπει να γίνονται ακριβώς τα πρώτα βήματα προς αυτή την κατεύθυνση. Οποιος διατυπώνει διαφορετική γνώμη χαρακτηρίζεται αμέσως «πεμπτοφαλαγγίτης» και «πράκτορας των ξένων» και επομένως άξιος προς ανασκολοπισμό ή, στην επιεικέστερη εκδοχή, άξιος προς εγκλεισμό σε κάποιο στρατόπεδο. Αυτό είναι το ερώτημα. Οποιος πει ΝΑΙ σημαίνει ότι είναι όργανο πουλημένο στους ξένους και στους δανειστές. Ενώ η ουσία του δημοψηφίσματος, καλού κακού, πρέπει να είναι: θέλουμε να είμαστε μέσα ή έξω από την Ευρώπη. Θέλουμε το ευρώ ή να γυρίσουμε στη δραχμή. Βεβαίως η επιστροφή στη δραχμή θα είναι καταστροφική και για την οικονομία συνολικά και για τον κάθε πολίτη ξεχωριστά. Κι εγώ θα ήμουν υπέρμαχος της δραχμής αν είχα λεφτά στο εξωτερικό, οπότε θα τα έφερνα εδώ και θα γινόμουν πάμπλουτος. Αλλοι όμως –και κυβερνητικοί –έχουν πολλά λεφτά στο εξωτερικό, οπότε η επιστροφή στη δραχμή θα τους πλουτίσει ακόμη περισσότερο.
Ελπίζω να μη διχαστούμε πάλι. Πρέπει να κάνουμε ό,τι περνάει από το χέρι μας για να μη διχαστούμε. Να καταφέρουμε να μη διχαστούμε. Πρέπει, ακόμη και διαφωνώντας μεταξύ μας, να μπορέσουμε να συνεννοηθούμε. Να μην παρασυρθούμε στην ατμόσφαιρα ενός εμφυλίου πολέμου. Χρειάζεται μεγάλη προσοχή και αυτεπίγνωση και κυρίως βαθιά αναγνώριση του διπλανού. Οτι ο άλλος είναι διαφορετικός, αλλά δεν είναι εχθρός. Εμένα δεν μου αρέσει να κάνω υποδείξεις. Ο καθένας σκέπτεται και αποφασίζει. Προσωπικά, ψηφίζω ΝΑΙ.
Ο κ. Τίτος Πατρίκιος είναι ποιητής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ