Ο Χανς-Βέρνερ Ζιν είναι ο πρόεδρος του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών (Ifo). Είναι επικεφαλής σε ένα από τα σημαντικότερα οικονομικά ινστιτούτα στη Γερμανία. Μια δεξαμενή σκέψης που συμμετέχει στην επιτροπή συμβούλων του υπουργείου Οικονομικών της Γερμανίας. Από την πρώτη στιγμή της ελληνικής κρίσης έχει διατυπώσει την άποψη ότι η Ελλάδα πρέπει να βγει από το ευρώ. Και αυτό επειδή το ύψος του δημόσιου χρέους σε συνδυασμό με την έλλειψη ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας δεν επιτρέπουν την έξοδο από την κρίση με συμβατικά μέσα.
Για τον Ζιν η καλύτερη λύση από το 2010 ήταν η φιλική έξοδος της χώρας από το ευρώ. Εστω για ένα διάστημα. Ωστε με την υποτίμηση του νομίσματος να τιθασευτεί το εμπορικό έλλειμμα και παράλληλα να προετοιμαστεί η χώρα, σε συνδυασμό με την αναμενόμενη υποτίμηση και τις κατάλληλες διαρθρωτικές αλλαγές, να γίνει ανταγωνιστική. Με τον όρο «φιλική», εννοούσε την υποστήριξη από την Ενωση ώστε η μετάβαση στο νέο νόμισμα να είναι όσο το δυνατόν πιο ανώδυνη για τον πληθυσμό, να στηριχθούν οι κοινωνικές υποδομές που είναι βασικές για την επιβίωση, όπως τα συστήματα Υγείας, η ενέργεια και η διατροφή, μια και οι εισαγωγές βασικών και μη αγαθών θα ήταν προβληματικές λόγω της υποτίμησης. Επίσης, με τον όρο «φιλική» εννοεί πως θα πρέπει να βρεθεί ένας τρόπος να παραμείνει η Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, παρότι η έξοδος από το ευρώ μιας χώρας δεν προβλέπεται από τις συνθήκες. Ο μόνος τρόπος είναι η Ελλάδα να υποβάλει αίτημα εξόδου από την Ενωση. Μόνο τότε είναι δυνατή η αλλαγή του νομίσματος.
Επίσης ο Ζιν πίστευε ότι η πτώχευση που θα διαδεχόταν την έξοδο θα απάλλασσε την Ελλάδα από ένα μεγάλο μέρος του μη βιώσιμου χρέους, το οποίο τότε ακόμη βρισκόταν σε ιδιωτικά χέρια. Αντιθέτως, η διάσωση με κρατικά κεφάλαια (διμερή, του ΔΝΤ και της ΕΚΤ) θα καθιστούσε πολιτικά πολύ πιο δύσκολα διαχειρίσιμη για τους δανειστές την αναπόφευκτη πτώχευση.
Στο τελευταίο του άρθρο ο Ζιν υποστηρίζει ότι η διαπραγμάτευση της κυβέρνησης έχει όλα τα χαρακτηριστικά της θεωρίας διαπραγματεύσεων. Κατ’ αυτόν, ο παίκτης-κυβέρνηση είχε προετοιμάσει καλά την πορεία της προς την έξοδο. Στο Plan A ο παίκτης είναι ο Τσίπρας. Με επίπονες διαπραγματεύσεις προσπαθεί να κερδίσει όσα μπορεί περισσότερα από τον αντίπαλο. Ταυτόχρονα, καθυστερεί τις διαπραγματεύσεις ως το «σημείο καμπής». Είναι το σημείο κατά το οποίο γίνεται φανερό ότι ο αντίπαλος δεν έχει τίποτε άλλο να δώσει. Εδώ παίζει ο «κακός» Βαρουφάκης, ο οποίος προετοιμάζει την έξοδο από το ευρώ σε περίπτωση που δεν υπάρξει συμφωνία. Είναι το σημείο που μπαίνει σε εφαρμογή το Plan B. Δηλαδή η έξοδος. Για να είναι όσο γίνεται πιο επιτυχής, δύο στοιχεία είναι βασικά. Το ένα είναι να περάσουν όσο το δυνατόν περισσότερα ευρώ στους ιδιώτες. Είτε με εξαγωγές συναλλάγματος (100 δισ.) είτε με «τοποθέτηση» στο στρώμα (45 δισ.). Αυτά τα χρήματα θα αποτελέσουν τη μαγιά για επανεκκίνηση της οικονομίας της δραχμής, μια και διακρατούνται από ιδιώτες και αναπληρώνονται μέσω των μηχανισμών ισορροπίας της ΕΚΤ, δηλαδή τον μηχανισμό έκτακτης ενίσχυσης των τραπεζών ELA και Target 2. Με τη χρονική καθυστέρηση της διαπραγμάτευσης, ο ELA έχει εξαντληθεί και ο Target II είναι της τάξεως των 100 δισ. (διατραπεζικά χρέη μεταξύ κεντρικών τραπεζών και ελληνικής, τα οποία σε περίπτωση δραχμής θα εξαερωθούν). Οπως και τα δισ. του δεύτερου προγράμματος στήριξης, πλην της τελευταίας δόσης. Και η διακοπή λειτουργίας των τραπεζών σηματοδοτεί το όριο μεταξύ σχεδίου Α και σχεδίου Β.
Το άλλο στοιχείο της προετοιμασίας για το σημείο καμπής είναι το συναίσθημα. Σε περίπτωση που η έξοδος καταστεί αναπόφευκτη λόγω κατάρρευσης των διαπραγματεύσεων, η κοινή γνώμη θα έπρεπε να προετοιμαστεί έτσι ώστε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη της στην κυβέρνηση, μετά το πέρασμα στο Plan B. Και αυτό επιτυγχάνεται με μια κλιμάκωση της έντασης στις διαπραγματεύσεις, όπου ο «καλός» Τσίπρας έβγαινε αισιόδοξος έπειτα από κάθε κρίσιμη διαπραγμάτευση, ενώ ο «κακός» Βαρουφάκης προβόκαρε συνειδητά, ώστε η ευθύνη να φαίνεται ότι είναι του αντιπάλου (blame game). Είμαστε στο σημείο καμπής. Το δημοψήφισμα ήταν το τελευταίο σκαλοπάτι στην κλιμάκωση της σύγκρουσης. Γρήγορα θα φανεί ποιο από τα δύο σχέδια ήταν εξαρχής το σχέδιο της κυβέρνησης.
Αν έχει δίκιο ο Χανς-Βέρνερ Ζιν στην ανάλυσή του, θα φανεί γρήγορα. Και θα φανεί επίσης αν η κυβέρνηση λειτούργησε καταστροφικά για την πραγματική οικονομία, τις τράπεζες και τους δεσμούς μας με την Ενωση βάσει σχεδίου ή από απειρία και επιπολαιότητα.
Επίσης θα φανεί και κάτι πιο σημαντικό: αν η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ είχε ως Plan Α τη βελτίωση των όρων διαπραγμάτευσης και την παραμονή στην ευρωζώνη ή αν το σχέδιο ήταν η έξοδος και ενδεχομένως η σταδιακή καθεστωτική αλλαγή που σηματοδοτεί το μέτωπο της Ακροδεξιάς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς με τη στήριξη της Χρυσής Αυγής.
Το «Ναι», λοιπόν, φωτίζεται πολύ διαφορετικά, βάσει της θεωρίας του Ζιν, σε σχέση με ό,τι πιστεύουμε εμείς οι απλοϊκοί οπαδοί του. Επίσης, δεν πιστεύω στη θεωρία συνωμοσίας του Ζιν. Ομως, από την άλλη, όλες οι κινήσεις της κυβέρνησης το πεντάμηνο της διαπραγμάτευσης μπορούν να εξηγηθούν με μαθηματική ακρίβεια.
Επίσης πιστεύω ότι, αν αληθεύουν όλα αυτά, οι παράγοντες μιας κρίσης που θα προκαλέσει η έξοδος είναι τόσο πολλοί, που είναι αδύνατο να ελεγχθούν από την κυβέρνηση και έτσι θα οδηγηθούμε σε ένα Plan C, το οποίο για χρόνια θα μετατρέψει την Ελλάδα σε χώρα-παρία. Και γι’ αυτό η μαζική υπερψήφιση του «Ναι» θα είναι το έναυσμα για μια ορθολογική αντιμετώπιση της κρίσης και η εγκατάλειψη των επικίνδυνων ή και εγκληματικών παιγνίων κάθε είδους.
Ο κ. Αντώνης Τριφύλλης είναι πρώην διευθυντής του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ