ΤΟ ΒΗΜΑ – The Project Syndicate
Καθώς εξελίσσεται η ελληνική κρίση, είναι σημαντικό να κατανοήσουμε ότι ένα επιτυχημένο πρόγραμμα διαρθρωτικής προσαρμογής απαιτεί ισχυρή βούληση. Ακόμη και αν οι διαπραγματευτές ξεπεράσουν τα πιο πρόσφατα αγκάθια, θα είναι δύσκολο να εμπιστευθεί κανείς την εφαρμογή του προγράμματος, αν οι Ελληνες δεν έχουν πειστεί.

Αυτή ήταν σίγουρα η εμπειρία μέχρι σήμερα. Και χωρίς διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, υπάρχει μικρή πιθανότητα ότι η ελληνική οικονομία θα δει την διαρκή σταθερότητα και την ανάπτυξη – αν μη τι άλλο επειδή οι επίσημοι δανειστές είναι απρόθυμοι να συνεχίσουν να δίνουν χρήματα σε μια μη μεταρρυθμιζόμενη Ελλάδα.

Η ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ενωση δίνει στους πιστωτές της σημαντική μόχλευση, αλλά προφανώς όχι αρκετή για να αλλάξουν οι θεμελιώδεις υπολογισμοί.

Τα καλύτερα προγράμματα διαρθρωτικής προσαρμογής, είναι εκείνα στα οποία η κυβέρνηση της χώρας που χρωστάει προτείνει τις αλλαγές στην πολιτική, και το ΔΝΤ βοηθά να σχεδιάσει ένα πρόγραμμα κατά παραγγελία και παρέχει την πολιτική κάλυψη για την εφαρμογή του. Η επιβολή από το εξωτερικό απλώς δεν είναι αποτελεσματική επιλογή. Ετσι, για να εφαρμοστούν οι μεταρρυθμίσεις η ελληνική κυβέρνηση και το εκλογικό σώμα πρέπει να τις πιστεύουν.

Αν μια κυβέρνηση δεν μπορεί ή δεν ενδιαφέρεται να πραγματοποιήσει τις αναγκαίες προσαρμογές, το πρόγραμμα θα αποτύχει.

Οι συνθήκες της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης συχνά γέρνουν την πλάστιγγα μεταξύ ανταγωνιστικών εγχώριων συμφερόντων, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο. Αν δεν υπάρχει βούληση στο εσωτερικό της χώρας για να συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις, γρήγορα θα υπονομευθούν.

Ιδεολόγοι της Αριστεράς βλέπουν εδώ και καιρό τα προγραμμάτα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με βαθιά καχυποψία, κατηγορώντας τους διεθνείς δανειστές, όπως το ΔΝΤ και την Παγκόσμια Τράπεζα ότι είναι όμηροι των νεοφιλελεύθερων φονταμενταλιστών της αγοράς. Αυτή η κριτική έχει κάποια αλήθεια, αλλά είναι παραφουσκωμένη.

Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις συχνά ευνοούν πολιτικές όπως η ευελιξία της αγοράς εργασίας. Αλλά είναι λάθος να βλέπουμε αυτές τις παρεμβάσεις με όρους άσπρο-μαύρο.
Η διάσπαση κλειστών αγορών εργασίας που αφήνουν απ’ έξω τους νέους εργαζομένους (όπως συμβαίνει σε μεγάλο μέρος της νότιας Ευρώπης, όπως στην Ιταλία και, σε κάποιο βαθμό, στη Γαλλία) είναι πολύ διαφορετικό πράγμα από την διευκόλυνση των απολύσεων όλων των εργαζομένων.
Βιώσιμα συνταξιοδοτικά συστήματα δεν σημαίνουν αναγκαστικά ότι θα παίρνουν ψίχουλα οι συνταξιούχοι. Το να κάνεις τα φορολογικά συστήματα απλούστερα και πιο δίκαια, δεν είναι το ίδιο με την αύξηση όλων των φόρων.
Η αλήθεια είναι ότι ο δρόμος προς τα εμπρός απαιτεί την επίτευξη μεγαλύτερης παραγωγικότητας στην Ευρώπη.

Τα διδάγματα από την Ελλάδα και από άλλα ανεπιτυχή προγράμματα διάσωσης είναι απογοητευτικά. Εάν ένα πρόγραμμα διάσωσης από το χρέος απαιτεί μια ολική αλλαγή στο οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό μοντέλο μιας χώρας, η καλύτερη πορεία δράσης θα ήταν να διαγράψουμε τις ιδιωτικές απώλειες, αντί να ρίχνουμε δημόσιο χρήμα για την κάλυψή τους.

Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων θέλουν να παραμείνουν στην ΕΕ. Σε έναν ιδανικό κόσμο, η προσφορά οικονομικής βοήθειας σε αντάλλαγμα για τις μεταρρυθμίσεις θα μπορούσε να βοηθήσει αυτούς στη χώρα που θέλουν να την διαμορφώσουν σε ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος.

Ομως, δεδομένης της δυσκολίας που είχε μέχρι στιγμής η Ελλάδα στην πραγματοποίηση των αναγκαίων αλλαγών για την επίτευξη αυτού του στόχου, ίσως ήρθε η ώρα να επανεξετάσουμε εντελώς αυτή την προσέγγιση στην κρίση. Στη θέση ενός προγράμματος που θα δίνει στη χώρα νέα δάνεια, θα μπορούσε να έχει περισσότερο νόημα η παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας – ανεξάρτητα από το αν η Ελλάδα παραμένει πλήρως εντός της ευρωζώνης.
Ο Κένεθ Ρόγκοφ είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, το διάστημα 2001-2003.