Τα επόμενα 24ωρα, μέχρι την Κυριακή 5 Ιουλίου, θα μοιάζουν με αιώνα. Πάντα, σε τέτοιες περιπτώσεις, ο χρόνος είναι πιο πυκνός –στην παρούσα συγκυρία, αποπνικτικός. Αισθάνεται κανείς να του κόβεται η ανάσα από τον συνδυασμό ανευθυνότητας των κυβερνώντων του που απεδείχθησαν δραματικά κατώτεροι των περιστάσεων, επιβεβαιώνοντας τους πιο μύχιους φόβους του.
Αν σήμερα η Ελλάδα είναι μία χώρα μετέωρη, από την προσεχή Δευτέρα κινδυνεύει να είναι μία χώρα έρημη. Ένας πολιτικός σπιθαμιαίου διαμετρήματος έχει καταλάβει τη θέση του Πρωθυπουργού –εξέλιξη για την οποία δυστυχώς οι εταίροι μας φέρουν ευθύνη ανυπολόγιστη. Γαλουχημένος στις εσωκομματικές αντιδικίες αριστερίστικων γκρουπούσκουλων, αποφάσισε να οδηγήσει τη χώρα του σε ένα δημοψήφισμα απροετοίμαστος και αδαής περί του συσχετισμού ισχύος. Από την εποχή που έβγαινε στην τηλεόραση ως πρόεδρος ενός 15μελούς μέχρι σήμερα μοιάζει σαν να μην διδάχθηκε απολύτως τίποτε.
Εμφορούμενος από έναν ιδιότυπο κομμουνιστικό μεσσιανισμό του χειρίστου είδους αποφάσισε να συγκρουστεί με την «ωμή ισχύ» του ευρωπαϊκού κατεστημένου με μυαλό πλημμυρισμένο από αυταπάτες. Διέβη τις πόρτες των ευρωπαϊκών θεσμών και άρχισε να συνομιλεί με ηγέτες τους οποίους είχε προηγουμένως καθυβρίσει, όντας στην αντιπολίτευση αλλά και μετά, όπως απέδειξε ακόμη και στη δήλωση του την Κυριακή το βράδυ. Αιφνιδίως, βρήκε τον εαυτό του να συνομιλεί σε τηλεδιασκέψεις με τη «μαντάμ Μέρκελ» και τον «Ολαντρέου»…
Ανέμενε στη συνέχεια ότι «όλα θα είναι καλά κι ωραία». Προσπάθησε αρχικώς να τους διχάσει με μία στρατηγική ερασιτεχνική, κωμική, παιδαριώδη. Ενδεχομένως να τον είχε καθοδηγήσει σε αυτή ο εσχάτως χαμογελαστός υπουργός Επικρατείας ή ο «κατέχων την απόλυτη αλήθεια» υπουργός του των Εξωτερικών –μετά βεβαιότητος όμως ο γνώστης της «θεωρίας των παιγνίων» ακκιζόμενος υπουργός Οικονομικών. Άνοιξε μέτωπα πολλά, με σκοπό να καταστεί απρόβλεπτος σε μία στιγμή που τα νώτα του ήταν ανοιχτά, ορθάνοιχτα, και ο ίδιος ευάλωτος.
Είναι βέβαιο πλέον ότι αυτός ο σπιθαμιαίος πολιτικός δεν κατάλαβε αρχικά τι υπέγραψε στις 20 Φεβρουαρίου –ξέρετε, τότε που είχε απομονωθεί ο Σόιμπλε… Από τότε άρχισαν τα παιχνίδια, με τα «μπρος –πίσω» στις συνομιλίες, τα Brussels Group, τη «δήθεν» απομόνωση του υπουργού Οικονομικών, την ανάληψη της διαπραγμάτευσης από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό, «πασπαλισμένα» με ταξίδια στη Μόσχα και υποσχετικές για «τα δισεκατομμύρια από τη Ρωσία» που ποτέ δεν ήλθαν παρά τις δουλοπρεπείς υποκλίσεις του υπουργού Ενέργειας…
Μετά την «πενταμερή του Βερολίνου», όταν του παρουσιάστηκε η πρόταση των θεσμών, ο Πρωθυπουργός έχασε τον κόσμο κάτω από τα πόδια του. Οι θεσμοί, δυστυχώς, δεν κατάλαβαν ότι μπορεί με την πρόταση αυτή να τον έστρεφαν προς κατευθύνσεις χειρότερες. Τότε όμως επικράτησαν άλλες σκέψεις στο επιτελείο του Μαξίμου. Σταδιακά κυριάρχησε η άποψη ότι και οι κακές συμφωνίες μπορεί να μην είναι τόσο κακές αν υπάρχει ένα «φύλλο συκής». Και αυτό δεν ήταν άλλο από μία δήλωση για το χρέος.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Αν αυτή η δήλωση γινόταν, ήταν σαφής και δεν συνδεόταν με το επόμενο Μνημόνιο, ο κ. Τσίπρας δεν θα ενδιαφερόταν καν για τις συντάξεις στα 67 έτη ή για τις περικοπές των επικουρικών. Η δήλωση αυτή θα ήταν το διαβατήριό του για την παραμονή στην εξουσία, αλλά δεν ήλθε. Η άλλη πλευρά δεν μάσησε, καλώς ή κακώς. Μετά, απλώς απασφάλισε, αδιαφορώντας για τις πιθανές συνέπειες για τον λαό του.
Τώρα επικαλείται το θυμικό των απλών ανθρώπων και ιδιαίτερα όσων βρίσκονται σε δύσκολη, οικονομικά και κοινωνικά, θέση. Πρόκειται για τακτική ύπουλη, μικροπολιτική, δόλια, μία τακτική που μόνο ένας δειλός θα επέλεγε. Αυτό που θα έπρεπε να είχε κάνει είναι να δει τη μεγάλη εικόνα που αφορά τη θέση της χώρας μας στην Ευρώπη και στους ευρωατλαντικούς θεσμούς που είτε αρέσει σε κάποιους είτε όχι είναι οι μόνοι που μας στήριξαν διαχρονικά, αν και όχι πάντοτε όπως θα θέλαμε.
Τώρα όμως, έχουμε καταφέρει να τους συνασπίσουμε εναντίον μας και οι Αμερικανοί, οι μόνοι που κατανοούν τους συντριπτικούς γεωπολιτικούς κινδύνους μίας ελληνικής πτώσης, δεν αρκούν για να μας σώσουν αν συμβεί το μοιραίο. Κινδυνεύουμε την άλλη Δευτέρα να είμαστε απολύτως μόνοι μας. Τότε, οι κλειστές τράπεζες θα είναι απλώς μία κακή ανάμνηση.