Γνωστή για τις αριστερές πεποιθήσεις της, η Λίλιαν Χέλμαν –που αρνήθηκε σθεναρά να καταδώσει ομοϊδεάτες της στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Δραστηριοτήτων του ΜακΚάρθι –τα βάζει εδώ με τη μαύρη ψυχή του αδίστακτου Καπιταλισμού και των αδηφάγων Big Business. Βρισκόμαστε σε μια κωμόπολη του αμερικανικού Νότου, το 1900. Από τη μία έχουμε τους απογόνους των παλιών καλών οικογενειών, οι οποίοι μεγάλωσαν σε πολυτελείς επαύλεις περιτριγυρισμένοι από φυτείες και μαύρους υπηρέτες. Από την άλλη έχουμε το νέο αίμα, την ανερχόμενη και ιδιαίτερα ανυπόμονη τάξη πραγμάτων, που ξεκίνησαν ως απλοί έμποροι («αισχροκερδώντας σε βάρος των φτωχών, αγράμματων μαύρων, τους οποίους έκλεβαν ό,τι κι αν αγόραζαν») και τώρα επιζητούν –τι άλλο; –τον πλουτισμό τους με κάθε τρόπο, και κυρίως επενδύοντας σε παρθένο επιχειρηματικό έδαφος, την εκβιομηχάνιση του Νότου.
Οι πρώτοι αγαπούν τη μουσική, έχουν ευγενικούς τρόπους και γλυκύτητα ψυχής, ενώ επιδεικνύουν αδιαφορία για την απόκτηση και συσσώρευση χρήματος ως αυτοσκοπό. «Ημασταν καλοί με τους ανθρώπους μας» επιμένει η Μπέρντι, βασική εκπρόσωπος του αριστοκρατικού αλλά ξεπεσμένου πλέον Νότου, εννοώντας τους μαύρους δούλους που εργάζονταν στις φυτείες. Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ιστορικός για να αντιληφθεί την αφελή και ρομαντική εικόνα «χαμένου παραδείσου» που σκιαγραφεί εδώ η Χέλμαν. Η εύκολη αυτή εξιδανίκευση την εξυπηρετεί προφανώς δραματουργικά στην προσπάθειά της να οικοδομήσει μια ακραία αντιπαράθεση μεταξύ «καλών» και «κακών» ηρώων. Παραδόξως, οι τελευταίοι αναδύονται πολύ πιο γοητευτικοί από τους πρώτους: τα τρία αδέλφια, ο Μπεν, ο Οσκαρ και η Ρετζίνα Χάμπαρντ, ανήθικοι πειρατές του ραγδαία αναπτυσσόμενου καπιταλισμού, διαθέτουν όλη την ενέργεια και τον σαρωτικό εγωισμό των πεινασμένων που ερεθίζονται τόσο με το χρήμα όσο και με τη μυρωδιά του. Με τη διαφορά ότι η Ρετζίνα, κεντρική αντι-ηρωίδα των «Αλεπούδων», έχει τουλάχιστον το άλλοθι ότι κάνει όσα (απεχθή) κάνει ως θύμα ενός πατριαρχιακού καθεστώτος που αναγκάζει τα θηλυκά παιδιά του να επιβιώσουν μέσω κερδοφόρων γάμων. Παγιδευμένη σε έναν τέτοιο, λοιπόν, η Ρετζίνα θα καθήσει άπραγη και ατάραχη, καθώς ο σύζυγός της παθαίνει καρδιακή προσβολή στις σκάλες, λίγο προτού προλάβει να αλλάξει τη διαθήκη του σε βάρος της. Στη συνέχεια, ως άλλη Αλέξις Κόλμπι-Κάρινγκτον από τη «Δυναστεία» (του Νότου), θα κατατροπώσει τους αδελφούς της, θα πάρει την απόλυτη κυριαρχία της επιχείρησης και θα ζήσει τη μεγάλη ζωή, πάμπλουτη και εύθυμη χήρα πλέον, στη high society του Σικάγο.
Το έργο της Χέλμαν, ένα αδύναμο μελόδραμα κοινωνικού προβληματισμού γραμμένο στα τέλη της δεκαετίας του ’30, φαίνεται πως επελέγη από τον Οστερμάγερ ακριβώς λόγω της κριτικής που ασκεί η Χέλμαν στις καταστρεπτικές συνέπειες του ξέφρενου καπιταλιστικού μοντέλου. «Υπάρχουν άνθρωποι που τρώνε τη γη και τρώνε μαζί και όλους τους ανθρώπους που είναι πάνω στη γη –όπως έγινε στη Βίβλο με τις ακρίδες. Και υπάρχουν και άνθρωποι που κάθονται και παρακολουθούν αυτούς που την τρώνε χωρίς να κάνουν τίποτε» λέει η «σοφή» μαύρη υπηρέτρια θίγοντας το ζήτημα της κοινωνικής ευθύνης που απασχολεί έντονα και τον Οστερμάγερ.
Ο σκηνοθέτης μεταφέρει τη δράση του έργου στο σήμερα. Οι «αλεπούδες» του φανερώνουν τα νύχια και τα δόντια τους μέσα σε ένα σύγχρονο, μίνιμαλ αισθητικής διαμέρισμα, τόσο ψυχρό όσο η βασίλισσα του πάγου και κυρία του σπιτιού Ρετζίνα. Η εξαιρετική ηθοποιός Νίνα Χος, ιέρεια της αρίας φυλής, εκφράζει την αδυσώπητη απληστία της εξίσου μινιμαλιστικά και κοφτερά σαν νυστέρι, ενώ αποδεικνύεται ιδανική ενσάρκωση της σημερινής εκδοχής της ηρωίδας (σκεφτείτε το άλμα, αισθητικό και ερμηνευτικό, από την Μπέτι Ντέιβις, πρωταγωνίστρια της ομότιτλης ταινίας του 1941). Γενικότερα κυριαρχεί αυτή η ψυχρή, χειρουργική προσέγγιση που έρχεται σε γοητευτική αντίθεση με το θερμό ταμπεραμέντο ενός μελοδράματος όπως οι «Αλεπούδες». Υπάρχει σασπένς, υπάρχουν εντυπωσιακές ερμηνείες και η διάθεση να πούμε μια παλιά ιστορία με νέα, ανεπιτήδευτη γλώσσα, ψηλαφώντας άγνωστα πεδία. Ο Οστερμάγερ κάτι καινούργιο αναζητεί σε αυτή τη νέα δημιουργική στροφή του. Εχει ακόμη αρκετό δρόμο, αν κρίνουμε από το γεγονός ότι η παράσταση, παρά τις αρετές της, αφήνει τελικά μια αίσθηση κόπωσης στον θεατή. Ισως χρειαζόταν ένα άλλο κείμενο, λιγότερο «χάρτινο». Ισως χρειάζεται ακόμη χρόνο «ωρίμασης» και δοκιμών. Σε κάθε περίπτωση, θα περιμένουμε με ενδιαφέρον την εξέλιξη…

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ