Είχε χοντρά πόδια και στραβές πατούσες. Το πρόσωπό της θύμιζε ασιατικό άλογο. Ντυνόταν απαίσια· ό,τι κι αν φορούσε –συνήθως ένα θλιβερό φόρεμα –το συνόδευε πάντοτε με την ίδια καρφίτσα: ένα λευκό περιστέρι από σμάλτο. Ηταν όμως καλή μαγείρισσα. Τούρτες σκάρωνε θεσπέσιες. Φημιζόταν επίσης για τις συνταγές της με μοσχαρίσια μυαλά και εντόσθια.
Ηταν όργανο ευαίσθητο η ψυχή της. Δεν μπορούσε εύκολα να συντονιστεί με τους παλμούς της πραγματικότητας. Ναι, ένα είναι σίγουρο: η Σόνια ήταν χαζή. Οταν πήγαινε σε γάμους, οι προπόσεις της μύριζαν κόλλυβα. Οταν την καλούσαν σε κηδείες, γελούσε με διάθεση σχεδόν εορταστική. Την κορόιδευαν για τα μαστάρια της κι εκείνη έγνεφε όλο χαρά. Μια φορά μάλιστα έκανε άθελά της ένα σχόλιο που έφερε τον σύζυγο σε τρομερά δύσκολη θέση μπροστά στη σύζυγο. Εκτοτε η σύζυγος ορκίστηκε το κακό της χαζής.
Δεν γνωρίζουμε σχεδόν τίποτε για το παρελθόν της Σόνιας. Ποιοι ήταν οι γονείς της, πώς ήταν μικρή, πού πήγε σχολείο, ποια ήταν τα όνειρά της. Θα πρέπει πάντως να ήταν ρομαντική. Της άρεσε να αποστηθίζει αισθηματικούς στίχους από ξένα ποιήματα. Γνώρισε ποτέ την ευτυχία; θα αναρωτηθείτε. Ω, ναι, αυτό μάλιστα. Και, όλως περιέργως, την ευτυχία της τη χρωστούσε στην ορκισμένη εχθρό της: η ταπεινωμένη σύζυγος, ονόματι Αντα, σκέφτηκε μαζί με την παρέα της να επινοήσουν έναν μυστηριώδη αγαπητικό. Εναν άνδρα που θα αγαπούσε παράφορα τη Σόνια αλλά δεν θα μπορούσε να τη συναντήσει ποτέ, καθ’ ότι παντρεμένος και με τρία παιδιά. Και επειδή αυτό δεν ήταν αρκετό, τον έκαναν και παράλυτο. Τον ονόμασαν «Νικολάι».
Η χαζή τσίμπησε αμέσως. Ταράχτηκε, πανικοβλήθηκε, λιποθύμησε, μετά συνήλθε κι έσπευσε να απαντήσει. Η αλληλογραφία τους συνεχίστηκε σε θυελλώδεις ρυθμούς, αν και ποτέ δεν τέθηκε θέμα συνάντησης των ερωτευμένων. Η Σόνια είχε αποδεχθεί απόλυτα τους περιορισμούς της σχέσης. Δεν την ένοιαζε… Τα χρόνια περνούσαν. Η Αντα ταυτίστηκε σχεδόν με τον Νικολάι. Εν τω μεταξύ ήρθε ο πόλεμος. Εν μέσω καταστροφής, στις δύο άκρες του Λένινγκραντ, δύο γυναίκες αντάλλασσαν φιλιά –η μία με μίσος, η άλλη με αγάπη. Η Αντα αποφάσισε να δώσει τέλος στο love story Σόνιας – Νικολάι. Προτού ξεψυχήσει στο κρεβάτι της κάτω από ένα βουνό από παλτά έγραψε το αποχαιρετιστήριο γράμμα. Εκεί έλεγε πως όλα ήταν ψέμα και η Σόνια μια γριά ηλίθια, αλογομούρα. Η Σόνια δεν το έλαβε ποτέ. Ανήσυχη ξεκίνησε μέσα στην παγωνιά να βρει το σπίτι του Νικολάι. Οταν έφτασε, ανακάλυψε στο κρεβάτι ένα μαυριδερό πτώμα πλακωμένο από δεκάδες παλτά. Το τάισε ντοματοχυμό και βγήκε πάλι έξω να φέρει νερό. Δεν επέστρεψε ποτέ…
Αυτή είναι η μελαγχολική ιστορία μιας απλής καρδιάς, αφελούς και άσχημης, ευαίσθητης και εύπιστης, που διψούσε για αγάπη και έκανε το παν για αυτήν, ακόμη κι αν δεν έμαθε ποτέ το αληθινό όνομά της, ακόμη κι αν δεν είδε ποτέ την όψη της. Μια ευτυχία που γεννιέται από ψέμα δεν σημαίνει πως είναι ψεύτικη. Κι αν φαντάζει γελοία στα μάτια των άλλων, των «ευφυών», αυτό δεν μειώνει την αξία της ή την έντασή της στην ψυχή της «ηλίθιας».
Με αυτές τις παραμέτρους έπαιξε το Νέο Θέατρο της Ρίγας από τη Λετονία. Στην αρχή της παράστασης δύο άνδρες μπαίνουν σε ένα διαμέρισμα για να το ληστέψουν. Σύντομα τσακώνονται, ο ένας γδύνει τον άλλον και τον «αναγκάζει» να ντυθεί γυναικεία για να παίξει τον ρόλο της Σόνιας, της ενοίκου του διαμερίσματος, η οποία, όπως συνειδητοποιούμε στο τέλος, δεν ζει πια. Ταυτόχρονα, ο άλλος ληστής αναλαμβάνει τον ρόλο του αφηγητή διασκεδάζοντας ιδιαίτερα με τον χοντροκομμένο συνάδελφό του ως «Σόνια».
Στην πορεία, ο αφηγητής επιδίδεται σε πάσης φύσεως χοντράδες: χώνει π.χ. το πρόσωπό του στην τούρτα που φτιάχνει η μοναχική ηρωίδα στην κουζίνα της, πασαλείβεται με σοκολάτες, αφήνει κομμάτια παντεσπάνι στη λευκή φανέλα του, ειρωνεύεται διαρκώς τη Σόνια, που δεν βγάζει κουβέντα στη διάρκεια της παράστασης. Ποιος είναι ο πραγματικά ηλίθιος; Τι είναι το πραγματικά γελοίο; Το περιεχόμενο του πρώτου γράμματος του Νικολάι ξετρελαίνει τον αφηγητή· ειδικά η φράση «Η αλησμόνητη μορφή σας» του προκαλεί ανεξέλεγκτους σπασμούς γέλιου. Δεν μπορεί, φαίνεται, να συγκρατηθεί, βλέποντας την άσχημη νταρντάνα με τα μπικουτί και το κραυγαλέο μακιγιάζ να ετοιμάζει περιπαθώς ένα κοτόπουλο για τον φούρνο. «Βλέπετε πόσο αλησμόνητη είναι;» μοιάζει να μας ρωτάει με τον άκομψο τρόπο του. Καμία προσπάθεια ωραιοποίησης της ηρωίδας ή συμπόνιας προς το πρόσωπό της δεν επιχειρείται εδώ. Αντιθέτως, επιλέγοντας να πάει ενάντια στις προσδοκίες, παρουσιάζοντας μια γκροτέσκα αντρογυναίκα με αγελαδίσιο βλέμμα, υπερβολικές εκφράσεις και κλοουνίστικες κινήσεις, ο σκηνοθέτης αναδεικνύει το απρόσμενα ισχυρό συναίσθημα που κρύβεται πίσω από τη φαινομενική ασημαντότητα, αυτή που γεμίζει μοχθηρή χαρά τους «έξυπνους» αφηγητές και παρατηρητές των ζωών μας.
Στο τέλος οι ηθοποιοί ξαναγίνονται ληστές, βγάζουν τα φορέματα, ολοκληρώνουν τη δουλειά τους. «Αυτά είναι όλα κι όλα που μπορεί να πει κανείς για τη Σόνια» μας λένε και αποχωρούν, αφού πάρουν μαζί τους ακόμη και τις στοίβες αλληλογραφίας της. Πόσο βαθιά μπορούμε να μπούμε στις ζωές των άλλων; Πόση από την αλήθεια τους μπορούμε να ανακαλύψουμε και να εκτιμήσουμε; Σίγουρα πάντοτε κάτι θα μας ξεφεύγει… Η παράσταση του Νέου Θεάτρου της Ρίγας παρουσίασε μια ολοκληρωμένη πρόταση με άρτια αισθητική και δύο καλές ερμηνείες, κούρασε όμως με τον μονότονο ρυθμό της. Θα αποκτούσε, πιστεύω, πολύ μεγαλύτερη δύναμη και γοητεία αν περιόριζε σημαντικά την εκατοντάλεπτη διάρκειά της.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ