Το 2012, με αφορμή τις δυσκολίες διαχείρισης της κρίσης στην ευρωζώνη, είχε ξαναφουντώσει η συζήτηση στον κόσμο για τη συνοχή της και το τι σημαίνει για μια οικονομία να αλλάξει το νόμισμά της. Εγινε λοιπόν ένας σχετικός διαγωνισμός στην Ευρώπη. Ο διαγωνισμός αυτός έβγαλε ένα πρώτο καταπληκτικό βραβείο και από εκεί και πέρα το χάος. Αποκάλυψε μια τεράστια άγνοια. Ερασιτεχνισμός και βαριά λάθη. Οπως έγραψε ο R. Baldwin (2012), «Οι Ευρωπαίοι πρέπει να λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη την τόση μεγάλη άγνοιά τους».
Το ζήτημα της αλλαγής του νομίσματος είναι περίπλοκο όταν πρόκειται για κράτη που ανήκουν σε νομισματικές ενώσεις, έχουν υψηλή τραπεζική και συναλλακτική δραστηριότητα και είναι χρεωμένα. Στους δύο τελευταίους αιώνες της παγκόσμιας οικονομικής ιστορίας μόνο συναινετικές διαγραφές χρεών γίνονται. Τα προπολεμικά χρέη της Ελλάδας διακανονίστηκαν το 1966.
Υπάρχει η εντύπωση ότι η αλλαγή του νομίσματος μπορεί να συμβεί μαγικά. Στην πραγματικότητα υπάρχουν δύο επίπεδα συζήτησης: το πρώτο αφορά την περίοδο αναμονής της μεταβολής και το δεύτερο το νέο νόμισμα (είναι προτιμητέο ή όχι;).
Η περίοδος αναμονής


Σπανίως οι συζητήσεις γύρω από την αλλαγή του νομίσματος αφορούν την περίοδο αναμονής διότι:
α) Οι υποστηρικτές της αλλαγής έχουν συνήθως νεοκλασικό οικονομικό υπόβαθρο όπου ο χρόνος δεν έχει σημασία.
β) Η αναμονή περιλαμβάνει γιγαντιαίες αλλαγές που πρέπει να γίνουν τώρα και τις οποίες αποφεύγουν διότι τους ενδιαφέρει η πρόκληση προσδοκιών.
γ) Μπορεί η αλλαγή του νομίσματος να μη συμβεί, αλλά οι συνέπειες της αναμονής να παραμείνουν. Μπορεί επειδή φοβόμαστε την αλλαγή του νομίσματος να πουλήσουμε το σπίτι μας, να πάρουμε τα ευρώ, να τα βάλουμε στο αυτοκίνητο, ως κρυψώνα, έξω από το σπίτι μας (διότι δεν εμπιστευόμαστε τις τράπεζες), να διαρρήξουν το αυτοκίνητο, να χάσουμε τα πάντα και να μας μείνουν η κατάθλιψη, η οργή και το ευρώ (πρόκειται για πραγματική ιστορία).
Θα προηγηθεί πτώχευση, του Δημοσίου και των τραπεζών; Θα καταρρεύσει η ηθική και η πρακτική των συναλλαγών; Θα ανατραπούν συμβολαιακές δεσμεύσεις; Υπάρχουν περιπτώσεις όπως της Τσεχοσλοβακίας (1993), όπου έγινε αλλαγή νομίσματος με σχετική επιτυχία, αφού η Τσεχία στήριξε σοβαρά τη Σλοβακία. Υπάρχει όμως και η περίπτωση της Αργεντινής του 2002 που κατέληξε σε χάος και πολλούς νεκρούς. Ποιο από τα δύο μοντέλα είναι πιθανόν να ενεργοποιηθεί στην Ελλάδα; Πολύ φοβάμαι ότι εάν είχαμε μια συντεταγμένη εσωτερική πολιτική τάξη που μπορούσε να συζητήσει το βελούδινο διαζύγιο με τους εταίρους τότε δεν θα κατέληγε και στην πτώχευση. Αρα ο δρόμος της Αργεντινής είναι ο πιο πιθανός. Θα «επιμολύνουμε» τους εταίρους; Σε περίπτωση πτώχευσης σίγουρα θα υπάρχουν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις. Πολύ λιγότερες όμως από το 2012 ή το 2010.
Αυτοί που ισχυρίζονται ότι δεν πάει παρακάτω κάνουν λάθος. Αυτοί που δεν έχουν πτωχεύσει (εργαζόμενοι) στηρίζουν αυτούς που έχουν πτωχεύσει (άνεργοι). Μια πτώχευση εισάγει τεράστια αβεβαιότητα. Και μπορεί, όπως λέει και ο Τσέχοφ, η αβεβαιότητα να συνοδεύεται από την ελπίδα του αγνώστου αλλά η ελπίδα προϋποθέτει συμμαχίες και πόρους. Στη συγκρουσιακή Ελλάδα δεν θα υπάρχουν.
Τέλος, η καλλιέργεια της αναμονής της αλλαγής του νομίσματος συγχρονίζεται με τη διάλυση του τραπεζικού συστήματος (φυγή καταθέσεων).
Η αλλαγή του νομίσματος


Μια σοβαρή συζήτηση γύρω από την προτίμηση του νομίσματος θα πρέπει να κινηθεί σε έξι βασικούς χώρους:
α) Υποτίμηση (βελτίωση εξωτερικού εμπορίου). Νομισματική αξιοπιστία (πληθωρισμός).
β) Θέματα ευστάθειας ισολογισμών και συμβολαίων.
γ) Πτωχεύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές).
δ) Εισαγωγή νέου νομίσματος.
ε) Προβλήματα εξόδου από την ευρωζώνη.
στ) Γεωστρατηγικά ζητήματα ασφάλειας.
Η κλασική επιχειρηματολογία είναι ότι η νέα δραχμή θα υποτιμηθεί και έτσι τα ελληνικά προϊόντα θα γίνουν φθηνότερα και οι εισαγωγές θα μειωθούν. Εξάλλου με την εξωτερική υποτίμηση το εσωτερικό επίπεδο τιμών θα μειωθεί και ο διακρατούμενος πλούτος (ευρώ, χρυσός) θα κάνει αυτούς τους πολίτες να αισθανθούν πλουσιότεροι και να καταναλώνουν περισσότερα.
Ο αντίλογος είναι ότι οι χαμηλές ελαστικότητες εμπορίου των ελληνικών προϊόντων δεν βοηθούν. Εξάλλου θα γίνει καπνός η νομισματική αξιοπιστία για την οποία μπήκαμε κυρίως στην ΕΕ και θα αναπτυχθούν πληθωριστικές πιέσεις.
Η ελληνική εμπειρία ενισχύει τη δεύτερη εκδοχή. Από το 1980 μέχρι το 2015 η ονομαστική ισοτιμία υποτιμάται συνεχώς, με εξαίρεση την περίοδο του ευρώ, και η πραγματική ισοτιμία από το 1985 και μετά ανατιμάται συνεχώς (!). Μόνο μετά το 2012 που αρχίζει να επενεργεί η εσωτερική υποτίμηση βελτιώνεται η πραγματική ισοτιμία (με τεράστιο κοινωνικό κόστος). Ομως με την εσωτερική υποτίμηση βελτιώσαμε τις εξαγωγές μας: το REER που δείχνει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών με βάση το εργατικό κόστος βελτιώθηκε το 2009-2014 κατά 16,5% και οι εξαγωγές χωρίς ενέργεια κατά 8,3%, ενώ έπρεπε να είχαν αυξηθεί κατά 30% (Gravity Model).
Εξάλλου οι Ελληνες έχουν ακίνητα (500 δισ.), καταθέσεις (128 δισ.) και δάνεια (211 δισ.). Η προοπτική της αλλαγής του νομίσματος και του πληθωρισμού θα πλήξει τις καταθέσεις αλλά ανισομερώς τα δάνειά τους. Τα ακίνητα (που λειτουργούν και ως ασφάλεια ζωής) θα μπορούν να αγοραστούν πολύ φθηνότερα αργότερα. Σημειωτέον ότι μόνο τα λεφτά που βγήκαν έξω στην κρίση (80 δισ.) και αυτά που ήταν ήδη έξω (100 δισ.;) θα μπορούσαν να αγοράσουν το ½ των κατοικιών της Ελλάδας μετά την 50% υποτίμηση!
Συγχρόνως, εφόσον η ισοτιμία μειώνεται και στον βαθμό που χρωστάμε περισσότερα από όσα μας χρωστούν, θα χρειάζεται να πουλάμε συνεχώς περισσότερα ελληνικά προϊόντα στο εξωτερικό για να αποπληρώνουμε το υπάρχον χρέος μας. Υπολογίζεται ότι μια υποτίμηση της νέας δραχμής κατά 50% θα αύξανε το χρέος μας κατά 110 δισ. ευρώ! (Βλέπε άρθρο στο In.gr.) Φανταστείτε ότι μόνο η πρόσφατη αλλαγή της ισοτιμίας ευρώ/δολαρίου κατά 0,15 λεπτά αύξησε το χρέος μας κατά περίπου 500 εκατ. δολάρια!
Ο κ. Παναγιώτης Ε. Πετράκης είναι καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ