Πέρα από τη συγκυρία και τις πολιτικές εξελίξεις, υπάρχουν βασικές αρχές. Σε ένα κράτος δικαιοσύνης και ισότητας, όλοι οι πολίτες έχουν την ίδια αντιμετώπιση. Δεν υπάρχουν «πιο πολίτες» από τους πολίτες. Τούτο βρίσκει εφαρμογές παντού. Να δούμε λοιπόν πώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνεται την ισότητα. Κυκλοφόρησαν πίνακες με τις προτάσεις της κυβέρνησης για τις ηλικίες συνταξιοδότησης. Το 2040 οι δημόσιοι υπάλληλοι θα βγαίνουν στη σύνταξη στα 64,4. Οι ιδιωτικοί υπάλληλοι, δηλαδή οι μούλοι, θα βγαίνουν στη σύνταξη στα 67.
Η κυβέρνηση διατηρεί την ανισότητα στο διηνεκές. Σήμερα τα όρια είναι επίσης διαφορετικά. Ο μέσος όρος ηλικίας συνταξιοδότησης στο Δημόσιο είναι τα 56,3 χρόνια ενώ στον ιδιωτικό τομέα τα 60,6. Κάνουν όμως εντύπωση η ρητορική και το παζάρεμα σχετικά με όσους έχουν θεμελιώσει δικαίωμα σύνταξης. Θεωρείται προοδευτική πολιτική να μιλάμε αυτή τη στιγμή για συντάξεις με 20 χρόνια δουλειάς ενώ αποσιωπάται ότι όλα αυτά τα γενναιόδωρα θα τα πληρώσουν τα παιδιά μας δουλεύοντας 40 χρόνια. Εδραιώνεται λοιπόν η αδικία συγχρονικά και διαχρονικά.
Τα ερωτήµατα που προκύπτουν πρέπει να απαντηθούν, όχι όμως με πίνακες και μαθηματικές αναλύσεις. Χρειάζεται πολιτική απάντηση η οποία δεν σχετίζεται με λογιστήρια και αποθεματικά. Ας μην την πιάσουμε όμως αυτή τη συζήτηση, για τα αποθεματικά των ταμείων και τον ρόλο του κράτους στην κατάρρευσή τους. Είπαμε, έχουμε κρίση, δεν θα πάμε πίσω στον χρόνο να αποδώσουμε ευθύνες για το ένα και το άλλο και για τα χιλιάδες σφάλματα, τις χιλιάδες πολιτικές επιλογές που κατέταξαν τους εργαζομένους σε απολύτως προνομιούχους και σε σχεδόν απροστάτευτους. Δεν θα σχολιάσουμε τον τρόπο του διορισμού. Να μείνουμε στο εδώ και τώρα: με ποια λογική, με ποιο αίσθημα δικαίου γίνεται διαχωρισμός μεταξύ συνταξιούχων του ιδιωτικού και του δημόσιου τομέα;
Ο ΣΥΡΙΖΑ καλλιεργεί την κοινωνική αντιπαράθεση με τις εμμονές του. Καθημερινά (κυριολεκτικά και όχι ως σχήμα λόγου) δίνει εγγυήσεις για την καταβολή μισθών και συντάξεων. Μήπως, λέμε μήπως, θα μπορούσε εναλλακτικά να αναφερθεί στους ανέργους, εκείνους που έχουν να εισπράξουν χρήματα εδώ και χρόνια; Μήπως θα μπορούσε, έτσι για αλλαγή, να αλλάξει τροπάρι, να πει ότι αντί να πληρώσει το ΔΝΤ θα δώσει ένα βοήθημα στο 27% των ανθρώπων που είναι χωρίς δουλειά και δεν έχουν καμία κρατική βοήθεια; Γιατί άραγε η κρατική πρόνοια περιορίζεται επίμονα σε μια κατηγορία εργαζομένων;
Καταγράφεται μια άρνηση μεταρρύθμισης και, ακόμη χειρότερα, μια διάθεση να παραμείνουν όλα το ίδιο, με τις παθογένειες που δημιούργησαν τα άλλα κόμματα που κυβέρνησαν. Σε αυτό το πλαίσιο δεν πρέπει να κάνει τίποτε εντύπωση, ούτε το αίτημα της ΑΔΕΔΥ για αύξηση στους μισθούς των δημοσίων υπαλλήλων ούτε η ιδέα της ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ για ημερήσιο επίδομα 6 ευρώ για την τυρόπιτα της εργατιάς. Δεν πρέπει να κάνει εντύπωση ούτε η συζήτηση για τις ειδικές προσλήψεις στην ΕΡΤ. Από τα ανήκουστα, να προσληφθούν οι συγγενείς των νεκρών του κρατικού καναλιού –πέθανε κάποιος από στενοχώρια που τον απέλυσαν και ζητείται η πρόσληψη του παιδιού του. Τα ύστερα του κόσμου δηλαδή.
Η κυβέρνηση δεν παίρνει σαφή και ξεκάθαρη θέση απέναντι στις εδραιωμένες αδικίες ούτε επιχειρεί μεταρρύθμιση. Δεν παίρνει καν σαφή και ξεκάθαρη θέση απέναντι στα παράλογα αιτήματα της στρατιάς των ευνοημένων που παρουσιάζουν τα παράλογα αιτήματα ως ανθρωπιστικά και επαναστατικά. Επαναλαμβάνουμε. Αυτό δεν έχει σχέση με τη συγκυρία ούτε με τις πολιτικές και τις πιέσεις των δανειστών. Εχει σχέση με ό,τι πιο παλαιομοδίτικο, ό,τι πιο ευκαιριακό και υστερόβουλο γέννησε ένα πολιτικό σύστημα, στο οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ στεκόταν απέναντι –υποτίθεται.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ