Σε όλη την Αθήνα, την προηγούµενη εβδομάδα μύριζε καμένο πλαστικό. Μια κάπως ταιριαστή οσμή για μια μπερδεμένη πόλη που μικραίνει διαρκώς κάτω από έναν άρρωστο, θαμπό ήλιο που ισχυρίζεται πως είναι καλοκαιρινός.
Από την άλλη, η λεβάντα μυρίζει όμορφα και με καμένο πλαστικό στο βάθος. Σε κάνει να νιώθεις καθησυχασμένος, υγιής, ήρεμος, ακόμη και αν δεν είσαι τίποτε απ’ όλα αυτά. Ακόμη και αν είναι μια καθημερινή μεσημέρι, κάτω από αυτόν τον ήλιο, δίπλα στη λεωφόρο Συγγρού.
Η λεβάντα είναι η οσμή που κυριαρχεί στο Πάρκο Σταύρος Νιάρχος, μιας έκτασης με βότανα, πλατάνια, ελιές, θάμνους και 1.400 δέντρα κρυμμένα δίπλα από την Καλλιθέα και τη Συγγρού, μιας πράσινης έκτασης που ετοιμάζεται να παρουσιαστεί στο κοινό –στο οποίο και θα ανήκει στο μέλλον –από τις 21 Ιουνίου με τις εκδηλώσεις «Η Νύχτα Μέρα». Το Πάρκο είναι μέρος ενός πρότζεκτ με ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Είναι η δωρεά ενός ιδιωτικού ιδρύματος, η πυρετώδης κατασκευή σε μια πόλη που έχει σταματήσει, μεταξύ άλλων, να κατασκευάζει, η Εθνική Βιβλιοθήκη, η Λυρική, που θα μεταστεγαστούν στον παλιό ιππόδρομο. Και έπειτα από τα εγκαίνια, η αλήθεια: μόλις όλα ολοκληρωθούν, ο πλήρης έλεγχός του θα περιέλθει στο ελληνικό Δημόσιο, στην πρώτη σύμπραξη δημοσίου – ιδιωτικού τομέα αυτού του είδους.
Και κάπου εδώ, η κλασική μουσική και ο λυρισμός σταματούν και η φαντασία αρχίζει να λειτουργεί με τον λάθος τρόπο: ένα πάρκο ερειπωμένο, σκονισμένα χαντάκια, κομμένα δέντρα και λουλούδια, πέτρες, λάσπη, σκοτεινές φιγούρες μέσα στη νύχτα, σακούλες που στροβιλίζονται από τον αέρα, εγκατάλειψη. Μια εικόνα ματαίωσης μιας πόλης που θα μπορούσε να είναι άλλη.
Είναι φόβος προφανώς, όχι σιγουριά, είναι μια προβολή από το αβέβαιο μέλλον μας –και από ένα κομμάτι του παρελθόντος μας· κάποια από τα πρόωρα γηρασμένα Ολυμπιακά Ακίνητα που διακρίνονται από το Κέντρο Πολιτισμού δεν σε αφήνουν να ηρεμήσεις.
Δεν είναι μόνο κραυγαλέα τα εγκλήματα αυτής της πόλης. Είναι και τα μικρά: πάρκα που δεν φροντίστηκαν ποτέ, ολυμπιακές εγκαταστάσεις που μοιάζουν με θωρηκτά που επάνω τους πάγωσε ο χρόνος, το Πεδίον του Αρεως, πέντε χρόνια μετά την ανάπλαση κόστους 10 εκατομμυρίων, που μοιάζει πιο πολύ με χωματερή πια, παρά με πάρκο.
Δεν υπάρχει όμως λόγος για μηδενισμό, η αντιφατική αυτή χώρα μπορεί να είναι και ψύχραιμη, ακόμη και την εποχή που δεν γνωρίζει ούτε καν το μελλοντικό νόμισμά της. Το αποδεικνύει ο (αδόκιμος όρος) που λέγεται «το σύνδρομο του μετρό». Πρόκειται για αυτή την περίεργη και όμορφη εξαίρεση που έχει συμβεί σχετικά με το μετρό το οποίο εγκαινιάστηκε στις 29 Ιανουαρίου του 2000. Σε αντίθεση με την πλειονότητα των δημόσιων χώρων της Αθήνας, το μετρό παραμένει ένας χώρος στον οποίο ο ελληνικός πληθυσμός δεν νιώθει ελεύθερος να κάνει ό,τι νομίζει. Για την ακρίβεια, για λόγους που εντοπίζονται περισσότερο στην ψυχολογία και λιγότερο στην αστυνόμευση, είναι πολύ καθαρότερο από το μέσο μετρό κάθε ευρωπαϊκής και αμερικανικής πόλης.
Είναι δυνατό να συμβεί το ίδιο και στο Πάρκο –μια εξαίρεση σε μια πόλη που έχει ανάγκη τις εξαιρέσεις; Ποιο είναι το μέλλον του;
Μπορεί να φταίει η εισπνοή του ταξικού νέφους, μπορεί να φταίει η γενική αβεβαιότητα της εποχής, μπορεί να έχει να κάνει με την όλο και πιο φανερή μάχη των δύο Ελλάδων: της μιας που θέλει δικαιοσύνη, ζην και ευ ζην, αξιοπρέπεια και λογική και τους ημίτρελους πολωμένους κάθε πλευράς –πολεμόχαρων «αντιμνημονιακών» και αδικαιολόγητα σνομπ «μνημονιακών» –που θέλουν απλώς να επιβάλλουν πάνω μας τη θολωμένη ατζέντα τους. Μπορεί να φταίνε όλα αυτά, αλλά το Κέντρο Πολιτισμού μού δίνει την εικόνα πως θα είναι το πειραματόζωο της εποχής μας. Το σπουργίτι που πετούσαν παλιά οι ανθρακωρύχοι στο λαγούμι για να δουν αν θα επιζήσει. Αν επιβιώσει, το ευ ζην είναι κοντά. Αν ρημαχτεί και αυτό, στο όνομα ενός μίσους για το ωραίο (λες και το ωραίο είναι ταξική έννοια), τότε έχουμε σοβαρό πρόβλημα, που δεν λύνεται ούτε με όλες τις λεβάντες του κόσμου.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 14 Ιουνίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ