Από αυτό το κυκλικό έπιπλο-κάθισμα κανένας δεν μπορεί να ξεφύγει. Μοιάζει σαν τούρτα φτιαγμένη από πολλούς ομόκεντρους κύκλους. Στο κέντρο, υπερυψωμένος, κάθεται μονίμως ο Αρντεν –κάτι σαν το «κερασάκι» της τούρτας, αν εξαιρέσει κανείς το γεγονός πως φοράει μαύρα -, είναι απίστευτα θλιμμένος και έχει τα πιο μακριά μαλλιά στον κόσμο. Γύρω του γίνεται χαμός: κεφάλια και σώματα αναδύονται μέσα από τρύπες, μιλούν, μονολογούν, τσακώνονται, ερωτοτροπούν, κυνηγιούνται και ξαναχάνονται μέσα σε αυτό το έπιπλο που δείχνει να χωράει ανεξάντλητο αριθμό ανθρώπων στα σπλάχνα του –κάτι σαν μαγικό κουτί, το σκηνικό του Αργύρη Πανταζάρα και της Λουκίας Χουλιάρα. Ο Αρντεν ακλόνητος στη θέση του, σαν να μην τους ακούει, σαν να μην τον αφορούν όσα λένε –κι ας σχεδιάζουν όλοι μαζί τη δολοφονία του… εκείνος μοιάζει να έχει παραδοθεί στη μοίρα του. Το μόνο πλάσμα που παίρνει το μέρος του, ο μόνος που τον αγαπάει πραγματικά είναι μια κούκλα: ο Φράνκλιν, ο καλύτερός του φίλος. Ο Αρντεν το γνωρίζει: «Φράνκλιν, απ’ την αγάπη σου κρατιέμαι στη ζωή» επαναλαμβάνει ξανά και ξανά, λίγα λεπτά προτού η γυναίκα του, ο εραστής της, ο υπηρέτης και οι δύο πληρωμένοι δολοφόνοι τού αφαιρέσουν τη ζωή.
Γραμμένο το 1592 από άγνωστο συγγραφέα (πιθανολογείται ο Σαίξπηρ, ο Μάρλοου ή ο Τόμας Κιντ) «Ο Αρντεν από το Φάβερσαμ» θεωρείται το πρώτο έργο της αγγλικής Αναγέννησης με σύγχρονη θεματολογία, οι ήρωες του οποίου ανήκουν στη μεσαία ή κατώτερη τάξη. Ο φόνος του επιφανούς εμπόρου Τόμας Αρντεν, το 1551, είχε απασχολήσει και ερεθίσει ιδιαίτερα την κοινή γνώμη της εποχής εκείνης. Σαράντα χρόνια μετά, το υλικό του διαβόητου εγκλήματος τροφοδοτεί το θεατρικό έργο, το οποίο με τη σειρά του μετατρέπεται σε όπερα το 1974 από τον Αλεξάντερ Γκερ (με τίτλο «Ο Αρντεν πρέπει να πεθάνει»).
Ενα ατμοσφαιρικό θρίλερ εποχής που επιχειρεί ταυτόχρονα να σκιαγραφήσει τις κοινωνικές παραμέτρους, να εξετάσει τα κίνητρα, να φωτίσει την ψυχοσύνθεση θυτών και θύματος. Η διπρόσωπη Αλις –ανατριχιαστική στον κυνισμό και διασκεδαστική στον χαμαιλεοντισμό της –θεωρεί την αγάπη πιο σημαντική από τον γάμο, διακηρύσσει το δικαίωμα στη σεξουαλική ελευθερία και αμφισβητεί με τον πιο ακραίο τρόπο την κυρίαρχη ελισαβετιανή ιδεολογία. Ο σύζυγός της ο Αρντεν αναδύεται ακόμη πιο αινιγματικός: πώς μπορεί αυτός ο κοσμογυρισμένος και έμπειρος επιχειρηματίας να συμπεριφέρεται ως αφελής κερατάς που καταπίνει το κάθε ψέμα; Βλέπει εφιάλτες πως είναι ένα τρεμάμενο θήραμα και καταλαβαίνει ότι δεν θα βρει γαλήνη μέχρις ότου πεθάνει. Εγκαταλείπει τον έλεγχο του οίκου του υπονομεύοντας και αυτός με τη σειρά του τις κοινωνικές συμπεριφορές που αρμόζουν σε έναν άνδρα της εποχής. Τα κίνητρά του παραμένουν ομιχλώδη…
Στην παράσταση που είδαμε στο Θέατρο της Οδού Κυκλάδων, ο σκηνοθέτης προσέγγισε τον εν λόγω ήρωα ως έναν «άνθρωπο που χάνεται μαζί με την εποχή του» (συνέντευξη στο «εφ», τεύχος 42). Πράγματι, η αποστασιοποίηση του Κωνσταντίνου Αβαρικιώτη, η σβησμένη φωνή του, η μελαγχολία που αναδίδει η παρουσία του, όλα μαρτυρούν ότι ο Αρντεν βλέπει το τέλος ως αναπόφευκτο και φεύγει συμφιλιωμένος με την παραδοχή αυτή –εξ ου και την ώρα που τον σφαγιάζουν δεν εξανίσταται ούτε στιγμή.
Στον σκηνικό κόσμο του Χάρη Φραγκούλη διακρίνει κανείς έντονη την ορμή μιας αγορίστικης φαντασίας που ονειρεύεται μεσαιωνικά παραμύθια, γοητεύεται από τον ρομαντισμό του Ρομπέν των Δασών αλλά και από το αναρχικό πνεύμα των Μόντι Πάιθον, ενώ επιθυμεί να εξερευνήσει πώς όλα αυτά «μεταφράζονται» με χιούμορ στην αισθητική του σήμερα. Φυτεύει μετα-θεατρικά σχόλια, παίζει με τις λέξεις (mandarin=μανταρίνι), ενσωματώνει τα κανονικά επίθετα των ηθοποιών στον διάλογο, βάζει έναν από αυτούς να ρωτήσει τη γνώμη μας για μία φράση κ.ο.κ. Κάνει τους ήρωες γκροτέσκους, υπερβολικούς, άσχημους, αηδιαστικούς. Με την εμπνευσμένη συνδρομή της ενδυματολόγου Ιωάννας Τσάμη, τους γεμίζει ασφυκτικά φλοράλ, γαλάζια φίδια, ρίγες σε κίτρινο φόντο. Τους φοράει τσαλαπατημένες ξανθές μπούκλες, τσουρομαδημένες περούκες και καπέλα από κοντά μαύρα φτερά. Τους μουντζουρώνει τα χείλια, στο πρόσωπό τους προσθέτει ελιές που όλο και πολλαπλασιάζονται. Είναι πράγματι στο όριο του αποκρουστικού η εμφάνισή τους (με εξαίρεση πάντα τον Αρντεν που ζει στον δικό του κόσμο) και αυτή η τόσο έντονη «ασχήμια» τούς καθιστά παράξενα ζωντανούς.
Η ερμηνευτική λογική κινείται στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση. Μόνο που δεν επιτυγχάνει ακριβώς το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα. Το υπερβολικό ξεχείλωμα απωθεί. «Γκροτέσκο» δεν σημαίνει ενοχλητικό για τον θεατή. Είναι μάλλον περιττή τόση ένταση στη φωνή, όταν καθόμαστε σε απόσταση αναπνοής από τη σκηνή. Το ίδιο και οι τόσο πολλές γκριμάτσες. Το κωμικό ντουέτο δολοφόνων –Γιάννης Παπαδόπουλος και Νικόλας Χανακούλας σε κάτι σαν «dumb and dumber» του Μεσαίωνα –ζορίζεται πολύ για να φανεί αστείο· αυτή η έλλειψη χαλαρότητας, αυτό το «σφίξιμο», γεννάει την αντίθετη αίσθηση, μια δυσφορία.
Υπάρχουν καλές στιγμές, όταν ηρεμούν τα πράγματα, ακόμη και κάποιες συμπαθείς σκηνές –κυρίως του Γιάννου Περλέγκα και της Μαρίας Πανουργιά -, σε γενικές γραμμές όμως το ερμηνευτικό σκέλος αποδεικνύεται το πιο αδύναμο. Παρ’ όλα αυτά, και παρά την κουραστική διάρκεια, η προσωπικότητα της παράστασης καταφέρνει να αφήσει τη σφραγίδα της στο μυαλό του θεατή.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ