Πριν από 30 σχεδόν χρόνια, το 1988 για την ακρίβεια, ο Νίκος Πορτοκάλογλου είχε γράψει τους «Πρωταθλητές». Ας θυμηθούμε μερικούς στίχους του και ας τους τραγουδήσουμε σιωπηρά –δεν υπάρχει συμπατριώτης πάνω από τα πενήντα, και πολλοί νεότεροι φυσικά, που να μη θυμάται τη μουσική του:
Βγαίνω μια βόλτα στην Αθήνα και βλέπω φάτσες γελαστές
Θα ξανάρθει η ρουτίνα και θα ξανάρθουνε βροχές
Θα ξανάρθει η ρουτίνα μα κάτι άλλαξε από χτες
Είμαστε πια πρωταθλητές
έρχονται άλλες εποχές
έρχονται άλλες εποχές
είμαστε πια πρωταθλητές
Δεν ήταν μάγια και κατάρες, που δεν κερδίζαμε ποτέ
Ημασταν πάντοτε παικτάρες, μα δεν αλλάζαμε μπαλιές
Ημασταν πάντοτε ψυχάρες, μα δεν πιστεύαμε ποτέ
Ηταν την εποχή του Γκάλη, του Γιαννάκη, του Φασούλα, του μεγάλου θριάμβου, της κατάκτησης του τίτλου της πρωταθλήτριας Ευρώπης στο μπάσκετ στις 14 Ιουνίου 1987. Στους δύο τελευταίους αγώνες η εθνική ομάδα είχε νικήσει τις υπερδυνάμεις του μπάσκετ, τη Γιουγκοσλαβία και τη Σοβιετική Ενωση. Οι δύο χώρες δεν υπάρχουν πια και η Ελλάδα είναι βυθισμένη σε κρίση που την περιγράφει ξανά ο Πορτοκάλογλου στο τελευταίο του τραγούδι που τόση οργή προκάλεσε σε πολλούς:
Δεν κοιμάμαι πια τις νύχτες κι ανεβάζω πυρετό
δηλητήριο στο αίμα, τρικυμία στο μυαλό
Κάποιος θέλει να με σώσει μ’ ένα φάρμακο φριχτό
ίσως και να με σκοτώσει αν τολμήσω ν’ αρνηθώ
Θα περάσει κι αυτό
θα περάσει η ζωή
θα περάσεις κι εσύ
θα περάσω κι εγώ
Θέλω να σ’ το τραγουδήσω, θέλω να το μοιραστώ
το ηφαίστειο να σβήσω που μου καίει το λαιμό
Διχασμένη μου πατρίδα, διχασμένη μου καρδιά
μέσ’ στα ερείπια σε είδα να μετράμε τη ζημιά
Πέφτει γύρω μου σκοτάδι ή εγώ είμαι τυφλός
κι όποιος βγαίνει απ’ το κοπάδι εφιάλτης και εχθρός
Είναι η πόλη μου καμένη, είν’ η χώρα μου μισή
νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί
Το άκουσα μόνο μια-δυο φορές, για να γράψω αυτό το άρθρο, δεν έχω κατακτήσει τη μελωδία και τον ρυθμό του. Και τώρα που ξαναδιαβάζω τους στίχους βλέπω κάτι περίεργο: το θρηνητικό τούτο τραγούδι μπορώ να το τραγουδήσω με την ίδια μουσική που υπάρχει στους δοξαστικούς «Πρωταθλητές» –δοκιμάστε το.
Ο ποιητής της νίκης έγινε ποιητής της ήττας –το πρόβλημα είναι πως η νίκη έχει πολλούς πατέρες και η ήττα κανέναν. Δεν θα γίνει λοιπόν hit το καινούργιο τραγούδι. Για τον επιπλέον λόγο ότι οι μοιρολογίστρες δεν είναι πια της μόδας, τα επαγγελματικά γραφεία τελετών δεν έχουν εντάξει στο τυπικό τους αυτό το δραματικό στοιχείο του λαϊκού πένθους που στους στίχους τους αυτοπροσδιορίζονται εποχές και περιοχές παραλλάσσοντας την πανελλήνια μορφή τους ανάλογα με την κουλτούρα τους και κυρίως τον πόνο τους. Οι κηδείες εξαντλούνται πια στην τυπικότητα της νεκρώσιμης ακολουθίας και των επικήδειων, στο λουλούδι για τον ανοιχτό τάφο –πού να λερώνεις τα χέρια σου να ρίξεις χώμα, έχουν σκεφθεί σωστά τα γραφεία τελετών. Είναι και τσάμπα το χώμα, από τα νεκρολούλουδα όλο και κάτι βγάζεις.
Ενόχλησαν, λέει, οι στίχοι «Είναι η πόλη μου καμένη, είν’ η χώρα μου μισή / νικητές και νικημένοι όλοι χάσαμε μαζί», παραπέμπουν στο άθλιο «όλοι μαζί τα φάγαμε» –άθλιο, για εμένα, επειδή αδιαφορεί για το ποιος μοίραζε δωρεάν τα δανεικά πιάτα και για ποιον λόγο τα μοίραζε. Αλλά εγώ, ως κατάπτυστος μνημονιακός, δεν θα έπρεπε να ενοχληθώ από το «Κάποιος θέλει να με σώσει μ’ ένα φάρμακο φριχτό / ίσως και να με σκοτώσει αν τολμήσω ν’ αρνηθώ»; Δεν είμαστε εμείς που λέμε ότι ο διανυκτερεύων φαρμακοποιός είναι με το μέρος μας και θα μας σκοτώσουν αυτοί που τον απειλούν με Κούγκι; Και στο παλιό τραγούδι, το αγαπημένο από όλους, δεν έχουμε αντιφατικά μηνύματα για το σήμερα; «Ημασταν πάντοτε παικτάρες, μα δεν αλλάζαμε μπαλιές» δεν λέμε οι μνημονιακοί που καταγγέλλουμε τον λυσσαλέο ανταγωνισμό των κομμάτων, ότι αυτός φταίει για την κατάντια μας; «Ημασταν πάντοτε ψυχάρες, μα δεν πιστεύαμε ποτέ» δεν λένε οι αντιμνημονιακοί της σκληρής διαπραγμάτευσης;
«Μην ψάχνετε τους στίχους για να βρείτε άκρη: ο Πορτοκάλογλου είχε υπογράψει το κείμενο των «58». Κάποιοι του το φύλαγαν από τότε και βρήκαν τώρα την ευκαιρία» εξουδετέρωσε ο Γιάννης την προσπάθειά μου να αναλύσω τους στίχους σαν να ήταν προσεγμένο κείμενο επαγγελματία λογογράφου που ήθελε να προφυλάξει το αφεντικό του μέσω της αμφισημίας, με νοήματα παντός καιρού. Και όχι πάθος της ψυχής του ευαίσθητου καλλιτέχνη που προσπαθεί να βάλει σε λέξεις και ήχους τα συναισθήματά του.
Επρεπε να το θυμάμαι εγώ αυτό, τι διάολο πολιτικός αναλυτής είμαι· και όχι ο Γιάννης, που στο φυσικοθεραπευτήριο του ΕΔΟΕΑΠ προσπαθούσε να ηρεμήσει την επώδυνη αναταραχή στον αυχένα ενώ εγώ του έλεγα τι θα γράψω για να τον ανταμείψω, νόμιζα. «Και μην ξεχάσετε το άλλο τραγούδι του Πορτοκάλογλου: «Τα καράβια μου καίω, δεν θα πάω πουθενά… από πείσμα και τρέλα θα ζω σε τούτη χώρα γιατί ανήκω εδώ»». Δεν το είχα ακούσει ποτέ μου.
Εφυγα από το φυσικοθεραπευτήριο ντροπιασμένος, με τον αυχένα κάπως γαληνεμένο και την ψυχή ακόμα πιο ταραγμένη από τη μισαλλοδοξία και το πένθος των ημερών. Ετοιμος να παρακολουθήσω Παρασκευή βράδυ την τυπική τελετή του γραφείου κηδειών που εδρεύει στη Βουλή. Και με τον φόβο τού τι συνεπάγεται για τις ημέρες που ζούμε το ότι ο θρήνος του Πορτοκάλογλου μπορεί να τραγουδηθεί και δοξαστικά από όσους δεν τον κατέχουν καλά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ