Μισή ντουζίνα ξύλινες καλύβες συνθέτουν αυτό το μίνι χωριό που έχει στηθεί επιμελώς πάνω στη σκηνή. Στο βάθος μια πυκνή συστάδα δέντρων. Ομίχλη. Στο προσκήνιο ένας μεσήλικος άνδρας κάθεται με το καλάμι του μπροστά από μια λιμνούλα. Κανένα ίχνος χαράς ή προσδοκίας στο πρόσωπό του. Ψαρεύει…
Πάνω από το κεφάλι του «αιωρείται» μια οθόνη προβολής. Η μαραμένη σάρκα ενός ηλικιωμένου άνδρα κυριαρχεί στο πλάνο. Ξαπλωμένος με το παλιωμένο εσώρουχό του σε ένα φθαρμένο κρεβάτι, μοιάζει ανήμπορος, ξεχασμένος. Μοναδική συντροφιά, ένα πουλί στο κλουβί δίπλα του. Μετά από μερικά λεπτά ο άνδρας σηκώνεται, ανοίγει την πόρτα του δωματίου και από την οθόνη βγαίνει στη σκηνή. Ετσι, με έναν απλό δρασκελισμό, αποκτά ενώπιόν μας σάρκα και οστά. Δεν προλαβαίνουμε όμως να ασχοληθούμε άλλο μαζί του. Οι καινούργιες εικόνες που εμφανίζονται στην οθόνη μοιάζουν πιο ενδιαφέρουσες και τραβούν την προσοχή μας.
«Οι Τέσσερις Εποχές» ακούγονται στη διαπασών. Μια κοπέλα πατάει μηχανικά τα πλήκτρα του πιάνου κάτω από το ψυχρό, αδιάφορο βλέμμα της δασκάλας της. Στο διπλανό σπίτι μια γυναίκα έχει καβαλήσει τη λεκάνη της τουαλέτας και προσπαθεί απεγνωσμένα να αφοδεύσει, ενώ ο σύντροφός της, ημίγυμνος στο κρεβάτι, χαϊδεύει τα γεννητικά του όργανα. Τα δωμάτια είναι τόσο μακρόστενα ώστε νομίζεις πως θα συνθλίψουν τους ανθρώπους μέσα τους. Μια αντροπαρέα ρίχνει βελάκια και κάνει πλάκες. Ενας νεαρός βάζει δυναμιτάκια. Μια οικογένεια με δύο μικρά παιδιά κάθεται στο τραπέζι, όπου έχει σερβιριστεί πλούσιο δείπνο.
Το τριμελές κινηματογραφικό «συνεργείο» περνάει βιαστικά από μπροστά μας συνεχίζοντας την αγχωτική πορεία του πάνω στις ράγες που κυκλώνουν το χωριό. Με το πίσω μέρος των σπιτιών ανοιχτό, η κάμερα καταγράφει όλα όσα συμβαίνουν μέσα στους… τρεις τοίχους.
Οσο περνάει η ώρα οι ήρωες χάνουν όλο και περισσότερο τον έλεγχο. Το αγοράκι ξεφεύγει από την επίβλεψη των γονιών του και χώνεται στο δωμάτιο του ηλικιωμένου με το πουλί. Η μαθήτρια πιάνου το σκάει κι αυτή από την αποκοιμισμένη δασκάλα και τρέχει να επισκεφθεί το αγόρι με τα δυναμιτάκια. Ο ψαράς πιάνει ένα ψάρι που τραγουδάει και το ρίχνει πίσω στη λίμνη. Η αντροπαρέα βάζει ένα μήλο πάνω στο κεφάλι του αφελέστερου. Σημαδεύει, αστοχεί και το κεφάλι γεμίζει αίματα. Η γυναίκα αφοδεύει το ένα τεράστιο κοχύλι μετά το άλλο. Ο σύντροφός της τα χαϊδεύει ηδονικά. Το οικογενειακό τραπέζι ξεχειλίζει από χταπόδια και σουπιές: ο πατέρας τα καρφώνει με το ψαροντούφεκό του και η μητέρα τα καταβροχθίζει ζωντανά. Το αγοράκι φαντασιώνεται πως σκοτώνει το πουλί με διάφορους τρόπους. Ο ψαράς ανασύρει ένα ψόφιο πρόβατο. Βγαίνουν όλοι και το κοιτούν ενώ ακούγεται το «Oh Heavenly Salvation». Ακολουθούν σκηνές σεξ μεταξύ των ζευγαριών, ένα νερόφιδο τρομάζει τη μαθήτρια πιάνου που φτάνει στο ποτάμι, τα δέντρα αναλήπτονται, η δασκάλα πνίγεται στην μπανιέρα, ο νεαρός αυτοκτονεί. Χώματα και ξεριζωμένα ξερόχορτα πέφτουν από τον ουρανό. Ο ψαράς βάζει το κεφάλι του στον κουβά. Ολοι βάζουν το κεφάλι τους στον κουβά.
«300 el Χ 50 el X 30 el». Αυτές (η μέτρηση σε πήχεις) ήταν οι διαστάσεις της Κιβωτού του Νώε, όπως αναφέρονται στην Παλαιά Διαθήκη, από όπου εμπνεύστηκε τον τίτλο αλλά και το θέμα της παράστασης η ομάδα FC Bergman, μια κολεκτίβα νέων ηθοποιών και καλλιτεχνών του θεάτρου με έδρα την Αμβέρσα. Η παράστασή τους προτείνει μια ποιητική αλληγορία για το τέλος του κόσμου που πλησιάζει ενεργοποιώντας όλες τις κρυμμένες επιθυμίες, ελπίδες και φόβους μιας κοινότητας απομονωμένων ανθρώπων.
Ενα ταξίδι χωρίς λόγια –οι ηθοποιοί δεν μιλάνε ποτέ –προς το ασυνείδητο. Ενα κολάζ σουρεαλιστικών εικόνων, ερωτικών παραισθήσεων και θρησκευτικών συμβολισμών που εναλλάσσονται ταχύτατα, σχεδόν σαν οφθαλμαπάτες, καθώς η θεατρική πράξη αποκτά επί τόπου κινηματογραφική διάσταση. Η καθολική ενοχή («Ο κάθε ήρωας προσπαθεί με τον δικό του τρόπο να αντιπαλέψει την αμαρτωλή φύση του» δήλωσε ένα από τα μέλη της ομάδας σε συνέντευξή του) αποδίδεται με χιουμοριστική, παιγνιώδη διάθεση, χωρίς σοβαροφάνεια ή μελοδραματικές εξάψεις. Τη θέση τους παίρνει η ελεύθερη ροή των συνειρμών, η εξερεύνηση της λίμπιντο σε οριακές καταστάσεις, η συνύπαρξη του «θείου κοχυλιού» (συμβόλου γονιμότητας στην ινδουιστική και βουδιστική θρησκεία) με τη θυσία του Αμνού και την οργή του Θεού, η λογική των ονείρων, η γοητεία του απρόσμενα κωμικού. Ως αλληγορία για το βίαιο τέλος του δυτικού πολιτισμού, το «300 el Χ 50 el X 30 el» δεν θα μπορούσε να συγκριθεί με το αριστουργηματικό «Melancholia» (ταινία με ίδιο θέμα) του Λαρς φον Τρίερ, τον οποίο οι FC Bergman τόσο θαυμάζουν. Σίγουρα όμως έχουμε να κάνουμε με μια ολοκληρωμένη, συνεπή και σαγηνευτική πρόταση που ερεθίζει τη φαντασία του θεατή. Οσο για τον πρωτότυπο χορό του θιάσου με τους κουβάδες υπό τους ήχους του «Sinnerman» της Νίνα Σιμόν, αυτό ήταν πράγματι ένα απολαυστικότατο φινάλε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ