Οπως τα περισσότερα πράγματα στη ζωή, έτσι και αυτό μπορεί να εξηγηθεί από τον αθλητισμό. Οταν μια ελληνική ομάδα ετοιμάζεται να παίξει στο εξωτερικό, οι μετρ της πολιτικής/αθλητικής ορθότητας, οι φιλελεύθεροι της μπάλας, οι ηθικοπλάστες του γηπέδου, όλοι αυτοί που δεν φανατίστηκαν όταν έπρεπε, καλούν τους «έλληνες φιλάθλους» να υποστηρίξουν την «ομάδα της χώρας μας». Να αφήσουν στην άκρη τις έχθρες και να ενωθούν κάτω από τη ρομαντική ιδέα του έθνους –πάνω από τον χορηγό, κάτω από το σήμα της κάθε ΠΑΕ, κρύβεται το αχνό εθνόσημο, ψελλίζουν.
Ασφαλώς δεν έχουν ιδέα. Οι πραγματικοί οπαδοί γελάνε με τα φληναφήματά τους –όπως κάνουν και οι αντίστοιχοι Ιταλοί, Γάλλοι, Γερμανοί, Αγγλοι, όπως κάνουν όλοι όσοι ξέρουν πως στα ομαδικά αθλήματα δεν είναι αναγκαίο να υπάρχει εθνικότητα, φυλή, πολιτιστική ομοιογένεια. Στην μπάλα, η ήττα του αντιπάλου είναι νίκη του ενστίκτου, μια δωρεάν καλοδεχούμενη χαρά. Ευτυχώς, η ηθικοπλαστική αυτή ιστορία έχει ξεπεραστεί προ πολλού, πλέον ακόμη και αθλητές δηλώνουν ξεκάθαρα πως δεν υποστηρίζουν ελληνικές αντίπαλες ομάδες στο εξωτερικό. Το έκανε πρόσφατα και ο μπασκετμπολίστας του Παναθηναϊκού Νίκος Παππάς, ευχόμενος ήττα του Ολυμπιακού στον ημιτελικό του Final Four. Δεν χάρηκε ιδιαίτερα, αλλά τουλάχιστον τόλμησε.
Αλλά όλα αυτά δεν έχουν ιδιαίτερη σημασία, γίνονται στο άναρχο σύμπαν της μπάλας. Τι συμβαίνει σε ευγενέστερους κόσμους; Τι συμβαίνει όταν ένας έλληνας καλλιτέχνης κάνει μια επιτυχία στο εξωτερικό; Είναι αναγκασμένοι όλοι οι συμπατριώτες του να τον στηρίξουν; Είναι υποχρεωτικό για τους ομότεχνούς του να τον αποθεώσουν;
Αν κρίνουμε από την πρόσφατη βράβευση του Γιώργου Λάνθιμου στις Κάννες, όχι και τόσο. Για όσους γνωρίζουν, ο χώρος του πολιτισμού μπορεί να μοιάζει πνευματώδης, αλλά δεν φημίζεται για την καλοσύνη του. Δεν περισσεύει μεγαλοπρέπεια, το αντίθετο: η τέχνη ανυψώνει, αλλά τα ένστικτα παραμένουν χαμηλά. Ορισμένοι φωνάζοντάς το, ειδικά στη χοάνη των social media, αλλά οι περισσότεροι χαμηλόφωνα, έκαναν κριτική με τον γνωστό μίζερο τρόπο: κάποιος ημιδιάσημος –προσπαθώντας μονίμως να τραβήξει τα βλέμματα πάνω του –χαρακτήρισε το βραβείο Κριτικής Επιτροπής ως το «βραβείο της παρηγοριάς». Κάποιοι άλλοι έκαναν κριτική βασισμένοι στη δήλωση του πρωταγωνιστή Κόλιν Φάρελ πως «δεν κατάλαβα ακριβώς τι ήταν η ταινία στην οποία έπαιζα». Ορισμένοι σινε-εισαγγελείς αναρωτήθηκαν γιατί «δεν ασχολείται με την Ελλάδα της κρίσης», λες και περίμενε την άποψή τους, λες και το σενάριο έπρεπε να περάσει από την Επιτροπή Διαφάνειας της Βουλής.
Δεν είναι κάτι καινούργιο. Το τρικ είναι απλό και παλιό. Πάρε έναν επιτυχημένο άνθρωπο σε έναν τομέα. Μπορεί να είναι ο Καραγκούνης, μπορεί να είναι ο Λάνθιμος, η Κοκοσαλάκη ή η Μόνικα. Καλό είναι η επιτυχία του να είναι πρόσφατη και το κυριότερο να είναι ζωντανός –όταν κάποιος πεθαίνει, ειδικά στην Ελλάδα γίνεται τεράστιος ανεξαρτήτως μεγέθους· ανήκει στη μνήμη και όχι στην πραγματικότητα. Πάρε τον διάσημο και στοχοποίησέ τον από τα χαμηλά, γύμνωσέ τον από κάθε επιχείρημα. Πέτα ανακρίβειες, πέτα παλιές, θολές ιστορίες, πέτα λάσπη γενικώς και άσε τα ένστικτα να τη στεγνώσουν. Κάτι θα μείνει.
Με εξαίρεση τον Νίκο Γκάλη –αν και αυτός όταν ήταν ψηλά είχε ακούσει διάφορα… –νομίζω πως οι περισσότεροι άνθρωποι που έχουν καταφέρει να κάνουν κάτι εντός ή εκτός ελληνικών συνόρων, αν δεν είναι βολικοί και χαμηλών τόνων, δέχονται επιθέσεις βγαλμένες μέσα από την ελληνική στερεοτυπική ψυχή. Η καχυποψία, η μικρόψυχη λογική πως καθετί που ξεχωρίζει πρέπει να ξεριζώνεται, η εμμονή του να μην ενοχληθεί ο ιερός μέσος όρος, η βεβαιότητα πως το πρόχειρο είναι το σωστό, η προσπάθεια ύποπτη, η τσιγκουνιά κανόνας.
Για να μην υπάρχουν παρεξηγήσεις, δεν είναι υποχρεωτικό να αποθεώσεις όποιον ξεχωρίζει ούτε να σου αρέσει το σινεμά του Λάνθιμου –που προς τιμήν του δεν διεκδίκησε καμία ελληνικότητα, δεν φόρεσε κανένα εθνόσημο. Αλλά σε μια χώρα που η δημοσιότητα είναι τόσο φθηνή, το να κρίνεις αντί να εκτεθείς, το να κλαδεύεις αντί να δημιουργείς, το να μετατρέπεις τη βολική αίσθηση αδικίας σου σε φθόνο έχει κουράσει. Περισσότερο και από το weird wave.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 30 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ