Πώς είναι δυνατόν μια τόσο μεγάλη καταστροφή να φέρει τόσο μεγάλη ευτυχία σε δύο ανθρώπους; Εκατοντάδες συμπολίτες τους έχασαν τη ζωή τους και χιλιάδες άλλοι την περιουσία τους, στον μεγάλο σεισμό του 1647, στο Σαντιάγο. Το καταδικασμένο ζεύγος όμως κέρδισε τα πάντα. Καθισμένοι στον ίσκιο μιας τεράστιας ροδιάς, σε ένα λαγκάδι μακριά από τα ερείπια της πόλης, η Γιοζέφα και ο Χερόνιμο –ο δάσκαλος κατ’ οίκον που ερωτεύτηκε τη θυγατέρα του ισχυρού άνδρα του Σαντιάγο –δεν μπορούν να πιστέψουν την καλή τους τύχη: πώς, δηλαδή, ο σεισμός χτύπησε τη στιγμή ακριβώς που εκείνη όδευε προς τον τόπο του αποκεφαλισμού της αλλά και τη στιγμή που εκείνος, ανήμπορος να βοηθήσει την αγαπημένη του, ετοιμαζόταν να κρεμαστεί στο κελί του. Ολα μοιάζουν τώρα με μακρινό εφιάλτη και το νεογέννητο μωρό στην αγκαλιά τους, ο γιος τους Χουάν, έρχεται να εντείνει ακόμη περισσότερο την αίσθηση της απρόσμενης, ειδυλλιακής ευτυχίας που τους επεφύλασσε η μοίρα και τα παράξενα παιχνίδια της.
Εκεί, στις όχθες του ποταμού, όπου χιλιάδες διασωθέντες έσπευσαν να κατασκηνώσουν, ο Χερόνιμο και η Γιοζέφα συνάντησαν όχι μόνο ο ένας τον άλλον αλλά και μερικούς ευγενικούς συμπολίτες τους, που τους αγκάλιασαν με τα πιο ζεστά αισθήματα.
Το κάλεσμα προς τους πιστούς από τον ναό των δομινικανών του Σαντιάγο για τη διεξαγωγή ειδικής λειτουργίας με σκοπό την προσευχή στον Θεό προς αποφυγήν μελλοντικών δεινών παρασύρει τον Χερόνιμο και τη Γιοζέφα που, μέσα στη ζαλάδα της ευτυχίας τους, αποφασίζουν να ακολουθήσουν το πλήθος που επιστρέφει στην πόλη.
Στον ναό θα έρθει το φρικτό τέλος. Το κήρυγμα του ιερέα αποδίδει τον σεισμό σε θεϊκή τιμωρία για την ηθική ασυδοσία του ζεύγους. Η ατμόσφαιρα ηλεκτρίζεται επικίνδυνα. Το πλήθος εξαγριώνεται. Η αδελφοσύνη των πρόσφατων ημερών εξατμίζεται. Τα ρόπαλα αναδύονται. Τα σκαλιά της εκκλησίας βάφονται με αίμα.
Ποια καταστροφή είναι χειρότερη; Ακόμη και ο μεγαλύτερος σεισμός δεν μπορεί να συγκριθεί με τον λυσσαλέο φόνο ενός ερωτευμένου ζευγαριού και ενός μωρού από το ανεξέλεγκτο πλήθος που πιστεύει πως λειτουργεί ως «όργανο» θείας δίκης. Ο θυμός του Θεού είναι ανθρώπινη επινόηση, ο θυμός του ανθρώπου αποκρουστική πραγματικότητα με συνέπειες ολέθριες.
Ο Κλάιστ παλεύει με το πιο σύνθετο παζλ ηθικών, θεολογικών και φιλοσοφικών ερωτημάτων, η αφήγησή του όμως κάθε άλλο παρά χάνεται σε δαιδάλους αφηρημένης σκέψης. Αντιθέτως, ακολουθεί ρυθμούς τόσο καταιγιστικούς, ώστε φτάνει κανείς γεμάτος αγωνία στο τραγικό τέλος· εκεί εισπράττει μια αχτίδα φωτός που συνάδει με την ελπίδα που εξέφρασε σε επιστολές του ο συγγραφέας το 1806, ότι, παρ’ όλες τις αποδείξεις προς το αντίθετο, η θεία δύναμη που διέπει το σύμπαν δεν είναι κακή –απλώς παρεξηγημένη.
Την ιστορία αυτή επιχείρησαν να μας αφηγηθούν οι ηθοποιοί της παράστασης που είδαμε στο Bios –όλοι τους απόφοιτοι των δραματικών σχολών του Εθνικού και του Ωδείου –με σκηνοθέτη τον δάσκαλό τους, Ακύλλα Καραζήση. Οσο επιεικής και αν θέλει να φανεί κανείς με τους οκτώ νέους ερμηνευτές που καταλαμβάνουν τη σκηνή και τους καναπέδες της –σε στυλ «παρέας» που θέλει να μας πει μια ιστορία –καθίσταται αδύνατο να μην πτοηθεί από την ένδεια του εγχειρήματος. Αγνοώ για ποιον λόγο μπορεί οι συντελεστές να θεωρούν ότι εμείς οι θεατές χρειαζόμαστε την επίμονη επανάληψη μιας λέξης ή φράσης προκειμένου να αντιληφθούμε το νόημά της, όπως αγνοώ για ποιον λόγο μάς απευθύνονται επί μιάμιση ώρα με μούτες, χειρονομίες και φωνές. Είναι, νομίζω, αυτονόητο: αν πρόκειται να κινητοποιηθεί η φαντασία του θεατή πρέπει πρώτα να έχει κινητοποιηθεί η φαντασία του ηθοποιού. Στέκεται αδύνατον να φτιάξουμε τις δικές μας εικόνες όταν οι ηθοποιοί δεν έχουν φτιάξει πρώτα τις δικές τους: τι να μας μεταδώσουν; Πού να μας ταξιδέψουν; Προφανώς η συμπόρευση και η επικοινωνία μαζί μας δεν τους απασχολεί ιδιαίτερα. Κλειδωμένοι στον «χώρο» τους, φαίνονται να περνούν καλά μεταξύ τους κάνοντας κάτι που αφορά μόνο τους ίδιους. Το κείμενο δεν το εισπράττουμε ποτέ –και, αν παρατηρούσαν τα βλέμματά μας, θα το καταλάβαιναν. Τα ευρήματα και τα κουνήματα της μόδας –σπάμε καρύδια, χορεύουμε «chicken dance» -, απομεινάρια ενός «θεάτρου παιχνιδιού» που τώρα πια έχει μετεξελιχθεί σε κάτι άλλο από όσους το επινόησαν, ή η απαλοιφή των «ρόλων» δεν αρκούν για να καταστήσουν μια παράσταση «σύγχρονη». Το «ψεύτικο» υπερπαίξιμο και η απλοϊκή περιγραφικότητα (αναπαριστώ αυτό που λέω) αποδεικνύονται εξίσου κουραστικά με το πιο ακαδημαϊκό, πεπαλαιωμένο θέατρο και δεν αφορούν, νομίζω, τον θεατή σήμερα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ