Μπορεί ο πρωθυπουργός να προσπάθησε χθες να δημιουργήσει ένα κλίμα αισιοδοξίας για επικείμενη συμφωνία και να καθησυχάσει παράλληλα τους πολίτες που αγωνιούν, αλλά οι αντιφατικές πληροφορίες που έρχονται από πολλές πλευρές δεν προϊδεάζουν ότι η επίτευξη της θα είναι μια εύκολη υπόθεση. Σειρά δηλώσεων από ευρωπαίους αλλά και αμερικανούς αξιωματούχους που εμπλέκονται αμέσως ή εμμέσως στη διαπραγμάτευση, συγκλίνουν στο ότι η απόσταση που πρέπει να διανυθεί είναι σημαντική. Καί βέβαια η κατάσταση περιπλέκεται ακόμα περισσότερο, γιατί τα χρονικά περιθώρια που έχουν απομείνει πλέον είναι ασφυκτικά.
Η αισιοδοξία που εκπέμπεται από κυβερνητικά στελέχη, πρέπει να επιβεβαιωθεί και στην πράξη στις συνομιλίες με την τρόϊκα, κάτι που προϋποθέτει σημαντικές παραχωρήσεις από την ελληνική πλευρά σε κρίσιμα θέματα, όπως ο ΦΠΑ, το δημοσιονομικό κενό, το ασφαλιστικό. Είναι χαρακτηριστικό ότι τόσο οι δηλώσεις Σόϊμπλε, όσο και του αντιπροέδρου της Κομισιόν, επισημαίνουν ότι υπάρχουν ακόμα μεγάλες εκκρεμότητες που δυσχεραίνουν την επίτευξη συμφωνίας, μέσα στις επόμενες μέρες.
Είναι επίσης γεγονός ότι όλες αυτές οι παρεμβάσεις παραπέμπουν στην ανάγκη η ελληνική κυβέρνηση να παρουσιάσει ένα συνεκτικό σχέδιο μεταρρυθμίσεων και φορολογικών παρεμβάσεων που θα επιτρέψουν ένα βιώσιμο και αποτελεσματικό συμβιβασμό, που θα εξασφαλίσει την ομαλή χρηματοδότηση της οικονομίας. Η αισιοδοξία λοιπόν φαίνεται ότι δεν αρκεί. Χρειάζεται η αποδοχή ενός ολοκληρωμένου πακέτου μέτρων και μεταρρυθμίσεων και η ανάληψη του πολιτικού κόστους που συνεπάγεται από την κυβέρνηση.
Η πρωτοβουλία ανήκει προφανώς στον πρωθυπουργό, που πρέπει είτε να πείσει το κόμμα του, είτε να αγνοήσει όσους αρνούνται να συνειδητοποιήσουν την κρισιμότητα της κατάστασης, σταθμίζοντας το γενικότερο συμφέρον της χώρας. Η πίεση είναι αναπόφευκτα μεγάλη, όπως και η ευθύνη του. Άλλα περιθώρια όμως για καθυστερήσεις και πρόσκαιρους διαπραγματευτικούς ελιγμούς δεν υπάρχουν. Χάθηκαν ήδη τέσσερις πολύτιμοι μήνες με τεράστιο κόστος και για την οικονομία και για την κοινωνία. Η ώρα των αποφάσεων και της ευθύνης δεν μπορεί να περιμένει άλλο. Η χώρα πρέπει να μείνει στην Ευρώπη, γιατί είναι η μόνη που μπορεί να βάλει τέλος στην ανασφάλεια και στην αβεβαιότητα.Άλλη επιλογή δεν υπάρχει.

ΤΟ ΒΗΜΑ