Σε μια από τις πιο επίμονες ονειροφαντασίες του ο Αδόλφος Χίτλερ έβλεπε τον εαυτό του άλλοτε ως Φύρερ με φόντο την Ακρόπολη και άλλοτε ως Περικλή εν Καγκελαρία. Την ονειρική εξίσωση την εμπιστεύθηκε αρχικά στον στενό κύκλο των παρακοιμωμένων του. Ωστόσο οι ενορχηστρωτές της ναζιστικής προπαγάνδας επέμεναν ότι για να εμπεδωθούν τα συνταρακτικά αυτά οράματα έπρεπε να γίνουν μέρος της σχολικής διδακτέας ύλης, και έτσι οι δάσκαλοι δεν άργησαν να λάβουν εγκύκλιο του πρωσικού υπουργείου Επιστημών, Εκπαίδευσης και Λαϊκής Επιμόρφωσης όπου το εθνικοσοσιαλιστικό κοσμοείδωλο εμφανιζόταν στην πλήρη ανιστόρητη και ανορθολογική ανάπτυξή του. Ο ανορθολογισμός είναι διδακτός, και όταν διδάσκεται με τη γερμανική πειθαρχία και συστηματικότητα μπορεί να γίνει επώδυνα αποτελεσματικός.
Είναι παράδοξο το ότι, ενώ το ελληνικό κράτος δεν κατάφερε ποτέ να διαμορφώσει σαφή αντίληψη για την προτεραιότητα και την κατηχητική δραστικότητα της εκπαίδευσης και της παιδείας, ξωμερίτες του μισοτελειωμένου δημοτικού και απόφοιτοι των εκπαιδευτικών ρετιρέ δίνουν ραντεβού ακριβείας σε ποικίλες αξιωματικές παραδοχές που κινούνται στα όρια της ανορθολογικής εμμονής. Ενα από τα δημοφιλέστερα εντευκτήρια για τέτοια ραντεβού είναι, για παράδειγμα, η ελληνική γλώσσα, το αυθεντικό πολιτισμικό κλέος της οποίας παραμένει γενικώς άγνωστο στον γενικό πληθυσμό, ενώ την ίδια στιγμή ελεύθεροι σκοπευτές της «γλωσσολογίας» και άτακτα «φιλολογικά» μπουλούκια στοχεύουν τις ομηρικές ρίζες τής αλαζονικά νεόπλουτης αγγλικής –ρίζες, εννοείται, που δεν βλέπει ο επίσημος φακός της ετυμολογίας αλλά μόνο ο γυμνός οφθαλμός της παρετυμολογικής εθνικοφροσύνης.
Επιτρέπεται να αναρωτηθεί κανείς αν στο ελληνικό σχολείο υπάρχουν δάσκαλοι που προσφέρουν ανεπίγνωστες υπηρεσίες σ’ αυτό και σε παρόμοια μυθολογικά συστήματα ή, αντιστρόφως, πόσοι από αυτούς νοιάζονται να αναλάβουν το «αντεθνικό» ρίσκο της απομυθολόγησης. Και πρέπει να αναρωτηθούμε, δεδομένου ότι η σχολική αρχαιογνωσία αποτελεί συχνά προνομιακό πεδίο για τη συνάντηση σχολαστικού φορμαλισμού και κοινότοπου εθνοναρκισσισμού που δεν είναι οι καλύτεροι φίλοι της κριτικής και ορθολογικής σκέψης. Να επιμείνουμε λίγο ακόμη: αν το ανθρωπιστικό μέρος του εκπαιδευτικού προγράμματος είναι αυτό που εξ ορισμού διακονεί τον ιστορικά πληροφορημένο και κριτικό στοχασμό, η διδασκαλία της ελληνικής Αρχαιότητας ως ανάκρουση του Εθνικού Υμνου (με παράλληλη ανάθεση του ρωμαϊκού «Αλλου» στον Οβελίξ και τον Αστερίξ) εκτρέφει ανάδελφους ανορθολογισμούς με μακρά, και δυσάρεστη, επίγευση στην κοινωνική και πολιτική μας αγωγή.
Και είναι αυτός ο λόγος που ασύντακτοι συναισθηματισμοί σφετερίστηκαν την ορθολογική διαχείριση σοβαρών ζητημάτων και χάσαμε τη συγκριτική αίσθηση μείζονος και ελάσσονος. Αφήσαμε τα Μάρμαρα να γίνουν σκηνογραφικό παρελκόμενο στον σειριακό μύθο μιας στίλβουσας Μελίνας που τα διεκδικούσε αυτοσκηνοθετούμενη. Προτού ακόμη η Αμφίπολη ανοίξει εντελώς τα χαρτιά της, εγκαινιάσαμε γραφείο στοιχημάτων και ρίξαμε στην αγορά των μεγάλων προσδοκιών το μυθιστόρημα του Μεγαλέξαντρου, αλλά, ελλείψει εμπορεύσιμου μύθου, είναι πολύ πιθανό ότι μόνο οι παροικούντες και επαΐοντες θα εορτάσουν τα σημαντικά ευρήματα στις Κυκλάδες, στην αρχαία Μεσσήνη και αλλού, που ανακοίνωσε τις προάλλες ο γενικός γραμματέας της Αρχαιολογικής Εταιρείας.
Είναι λογικό να υποθέσουμε ότι μόνο μια δημοκρατικά και ορθολογικά οργανωμένη κοινότητα πολιτών μπορεί να διαθέτει κουλτούρα ελεύθερης ανταλλαγής και διακίνησης ιδεών. Ωστόσο το ελληνικό πανεπιστήμιο, το οποίο μοιάζει να έχει αναλάβει εργολαβικά και ευλαβικά τη σχετική διακίνηση, είναι κατά πάσα πιθανότητα το μόνο ευρωπαϊκό πανεπιστήμιο που σε μόνιμη καρναβαλική διάθεση συνεχίζει να υποδύεται τον μυθικό Μάη του ’68 και να επανεγγράφει στους άμοιρους τοίχους του συνθηματολογικές χίμαιρες που κάποτε μύριζαν γνήσια ανταρσία. Και, κυρίως, είναι το μόνο όπου ένας κίβδηλος αριστερίστικος ρομαντισμός εφημερεύει εντατικά για να προλάβει ή να καταγγείλει το παραμικρότερο σκίρτημα κοινής λογικής προς την κατεύθυνση της ορθολογικής διοίκησης μιας κοινότητας με δεκάδες χιλιάδες δασκάλων, ερευνητών και σπουδαστών.
O νόμος Διαμαντοπούλου και τα Συμβούλια Ιδρύματος δεν θα μετατόπιζαν μέσα σε μία νύχτα τις τεκτονικές πλάκες της πανεπιστημιακής ηπείρου, αλλά ήταν μια εξορθολογιστική κίνηση που μπορούσε να τροποποιηθεί όπου και αν η εμπειρία το απαιτούσε. Ομως, η άμεση χειρουργική εκτομή αναγγέλθηκε προτού κατανοήσουμε γιατί ο νόμος είναι τόσο κακοήθης και πριν οι αφελείς της πανεπιστημιακής κοινότητας (και είναι, ως φαίνεται, πολλοί) πληροφορηθούν από τους αρνητές του ότι ο τάχα εκσυγχρονιστικός τούτος νόμος όχι μόνο αποτελεί τον μακρύ βραχίονα της διεθνούς τεχνοκρατίας αλλά και απηχεί ιδεολογήματα και άγχη της μεσαίας τάξης (sic) –η οποία, προφανώς, έχει τόσες πιθανότητες να κατανοήσει το δημοκρατικό, δημόσιο και ανθρωπιστικό (χωρίς λογοτεχνία, πάντως) πανεπιστήμιο του υπουργείου και των απολογητών του όσες και ο πλούσιος να μπει στον Παράδεισο. Είναι, φαίνεται, ίδιον της «εγρηγορούσης» Αριστεράς να κοσκινίζει σαράντα μέρες τέτοιες αξιωματικές απεραντολογίες όταν δεν μπορεί ή δεν θέλει πραγματικά να ζυμώσει –φαινόμενο που τώρα το απολαμβάνουμε και σε κυβερνητική μετάφραση. Η μεσαία τάξη μπορεί πράγματι να χρειάζεται «διά βίου μάθηση», αλλά στην περίπτωση αυτή δεν είναι η δική της εμβριθής φλυαρία ούτε οι δικές της ιδεοληπτικές καχυποψίες που συντηρούν ανορθολογικές και αναχρονιστικές πρακτικές.
Ο εξορθολογισμός, που μπορεί να αφορά ένα ευρύ φάσμα δυσλειτουργιών, από τις δημόσιες δαπάνες ως το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια, είναι ένα από τα ευπώλητα της ρητορικής της πολιτικής τάξης. Αλλά αν κάποιοι προσδοκούσαν ότι η οικονομική κρίση θα επιτάχυνε τη μετάβαση από τη ρητορική στην πράξη, έχουν λόγους να νιώθουν εξαπατημένοι.
Δει δη παιδείας. Γιατί η εκπαίδευση και η παιδεία είναι η καλύτερη εγγύηση για την εγκατάσταση και περιφρούρηση του κοινωνικού, πολιτισμικού και πολιτικού πλαισίου μέσα στο οποίο ευδοκιμεί ο ορθολογισμός. Η στρεβλή (για να θυμηθούμε το παράδειγμα του γερμανικού εθνικοσοσιαλισμού) και η λειψή παιδεία είναι τροφός ανορθολογισμών.
Και μόνο με σωστή παιδεία θα έχουμε την πολυτέλεια πού και πού να διασκεδάζουμε (και όχι να τρομάζουμε) όταν κάποιος με πανεπιστημιακό διδακτορικό και διδακτικό χαρτοφυλάκιο βλέπει τον ανωφελή κώνωπα της Ανω Μουσουνίτσας ως «made in USA high-tech νανοκάμερα» που εποπτεύει και βυσσοδομεί για λογαριασμό της Σιών.
O κ. Θεόδωρος Δ. Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ