ΚΑΝΝΕΣ, AΠΟΣΤΟΛΗ.
Οπως κάθε χρονιά, έτσι και εφέτος το Φεστιβάλ Καννών τα είχε όλα. Είχε σταρ από όλον τον κόσμο να κυκλοφορούν στα κόκκινα χαλιά επιδεικνύοντας τα κοσμήματα της χορηγού Chopard (Σαρλίζ Θερόν, Τζουλιάν Μουρ, Σοφί Μαρσό κ.ά.) και είχε έξαλλα πάρτι με τον Ρόμπι Γουίλιαμς να τραγουδά το «Me and my monkey» και άλλες επιτυχίες του. Είχε σέξι «σκάνδαλα» όπως η προβολή του τρισδιάστατου πορνό «Love» του Γκασπάρ Νοέ (highlight μια σκηνή τρισδιάστατης εκσπερμάτισης προς την κάμερα που έκανε πολλούς θεατές να σκύψουν ενστικτωδώς), αλλά είχε και θρυλικές προσωπικότητες όπως ο 80χρονος Γούντι Αλεν (με την ταινία του «Irrational man») ή η Τζέιν Φόντα. Είχε την αναπόφευκτη γιούχα που εφέτος κέρδισε με το σπαθί του ο Γκας βαν Σαντ στο «The sea of trees» και είχε και ένα άλλο σκάνδαλο σχετικό με τον ενδυματολογικό κώδικα των επίσημων προβολών: δεν επετράπη η είσοδος σε γυναίκες που δεν φορούσαν ψηλοτάκουνα παπούτσια και ακολούθησε χαμός στο Τwitter (μιλάμε για γελοιότητες, δηλαδή). Ολα αυτά είναι τα συστατικά για τα οποία οι Κάννες βρίσκονται στον θρόνο των κινηματογραφικών φεστιβάλ του πλανήτη. Ολα; Μμμμ. Μάλλον σχεδόν όλα. Γιατί αυτό που η εφετινή διοργάνωση δεν είχε ήταν η ταινία-γεγονός.
Με εξαίρεση ίσως τον «Γιο του Σαούλ» του Λάζλο Νέμες, μια ιστορία γύρω από το Αουσβιτς και το Ολοκαύτωμα των Εβραίων που θα έκανε ακόμη και τον Στίβεν Σπίλμπεργκ να ζηλέψει τον άμεσο, «αντι-ωραιοπημένο» τρόπο με τον οποίο γυρίστηκε, καμία άλλη ταινία δεν προκάλεσε έκπληξη, αυτή την έκπληξη που πάντα αναζητούμε στις Κάννες.
Καλές ταινίες φυσικά και υπήρξαν. Η «Carol» του Τοντ Χέινς, μεταφορά του μυθιστορήματος «The price of salt» της Πατρίτσια Χάισμιθ, είναι ένα εικαστικό κομψοτέχνημα με πικάντικο θέμα: η Κέιτ Μπλάνσετ και η Ρούνι Μάρα ως ερωτευμένες γυναίκες στην πουριτανική Αμερική της δεκαετίας του 1950. Θα απασχολήσει τα επόμενα Οσκαρ, να είστε σίγουροι. «Η μητέρα μου» του Νάνι Μορέτι, η πιο συναισθηματική ταινία του διαγωνιστικού προγράμματος, είναι ένας γενναίος φόρος τιμής προς τη Μητέρα εμπνευσμένος από τον θάνατο της μητέρας του ιδίου του ιταλού δημιουργού, και η«Νεότητα» (Youth) του συμπατριώτη του Πάολο Σορεντίνο ένας αξιοπρόσεκτος διάλογος ανάμεσα στη γεροντική και στη νεανική ηλικία, που έδωσε στον Μάικλ Κέιν την ευκαιρία πολύ απλά να διαπρέψει.
Από εκεί και πέρα το γαλλικό σινεμά που «κατέβηκε» με μεγάλες προσδοκίες και πέντε (!) αμιγώς γαλλικές παραγωγές στο διαγωνιστικό τμήμα ήταν η μεγάλη απογοήτευση («Mon roi» της Μαϊουέν και «Marguerite et Julien» της Βαλερί Ντονζελί ανάμεσά τους). Αυτό που απέμεινε ήταν ενδιαφέρουσες αλλά «κλειστές» art house ταινίες όπως η «Δολοφόνος» του Ταϊβανού Χου Χσιάο Χσιέν, στην οποία αξίζει Οσκαρ φωτογραφίας, ο «Αστακός» του Γιώργου Λάνθιμου και το «Παραμύθι των παραμυθιών» του Ματέο Γκαρόνε, η ιταλική απάντηση στο παραμύθι α λα Χόλιγουντ. Καμία εφετινή ταινία δεν σε άφηνε «γεμάτο» έτσι όπως σε είχε αφήσει «Η ζωή της Αντέλ» του Αμπντελατίφ Κεσίς, η «Αγάπη» του Μίχαελ Χάνεκε, ο «Artist» του Μισέλ Χαζαναβίσιους ή παλαιότερα το «Dogville» και το «Χορεύοντας στο σκοτάδι» του Λαρς φον Τρίερ.
Και είναι κρίμα γιατί το Φεστιβάλ Καννών, από το οποίο αρχίζει το δεύτερο μισό κάθε κινηματογραφικής χρονιάς, είναι γνωστό για την κινηματογραφοφιλία του, τις προσεκτικές προτάσεις του, την ικανότητά του να δημιουργεί θόρυβο και να φτιάχνει κλίμα, μα πάνω απ’ όλα για το ίδιο το σινεμά.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ