Με συµβούλευε παλαιότερα ένας πολυταξιδεµένος φίλος: «Αν θέλεις να απολαύσεις καλό φαγητό, να αποφεύγεις τα τουριστικά εστιατόρια και να πηγαίνεις σε εκείνα όπου τρώνε οι ντόπιοι, όσο ταπεινά και αν φαίνονται. Εκεί θα βρεις τίμια κουζίνα». Αυτό κάνω στα ταξίδια μου, για να επιβεβαιώνω κάθε φορά πόσο δίκιο είχε. Oχι ότι δεν υπάρχουν και ατυχήματα: ακολουθώντας τους ντόπιους βρέθηκα κάποτε σε μια ισπανική ταβέρνα που σερβίριζε αφτιά χοίρου, αλλά και σε ένα εστιατόριο, στην Chinatown της Μπανγκόκ, με σπεσιαλιτέ τα γεμιστά στομάχια ψαριών. Δεν υπάρχει, υποθέτω, μέθοδος που να είναι αλάθητη. Η εν λόγω όμως τις περισσότερες φορές με οδήγησε σωστά. Γι’ αυτό την εφαρμόζω και στις εξόδους μου ανά την Ελλάδα. Για να μετανιώσω πικρά τις περισσότερες φορές τις όποιες παρεκκλίσεις. Αυτό έπαθα τις προάλλες όταν αποφάσισα να δοκιμάσω εστιατόριο όπου συχνάζουν αποκλειστικά γκρουπ τουριστών. Οι ταβέρνες γύρω του μερικώς γεμάτες, αυτό φίσκα, με άγγλους, γάλλους, πορτογάλους, ιταλούς μακαρονάδες. Αφελώς σκέφτηκα πως για να επικρατεί τέτοιος συνωστισμός το φαγητό δεν θα είναι αδιάφορο. Πράγματι δεν ήταν αδιάφορο, ήταν κάτι χειρότερο, άθλιο. Επρεπε να το περιμένω, αφού γνωρίζω πώς δουλεύουν αυτές οι επιχειρήσεις: έρχονται σε συμφωνία με ένα τουριστικό γραφείο ή έναν ξεναγό και τους δίνουν ποσοστό από τα κέρδη κάθε φορά που εκείνοι φέρνουν πελάτες. Εύκολα θύματα οι τουρίστες, κατευθύνονται από τους επιτηδείους στους αρπακολλατζήδες του ερασιτεχνικού μαγειρέματος και των ευτελών υλικών.

Κάπως έτσι γνώρισα κι εγώ μερικά από τα χειρότερα εστιατόρια της Κίνας, ως τη στιγμή που απαλλαγμένος από την κινέζα αρχηγό του γκρουπ στο οποίο εντάχθηκα για να επισκεφθώ το Σινικό Τείχος, την Απαγορευμένη Πόλη και τα Θερινά Ανάκτορα (Σάλι, ποτέ δεν θα ξεχάσω την αδιαφορία και την κουτοπονηριά σου) πήρα την κατάσταση στα χέρια μου και ανακάλυψα πως η πάπια Πεκίνου δεν είναι εκείνο το καρβουνιασμένο πετσί που δεν μασιέται και πως στο γλυκόξινο χοιρινό επικρατεί διακριτικά το γλυκό και όχι το θεόξινο. Οπως όμως στην Κίνα, έτσι και στην Ελλάδα, επαγγελματίες του τουρισμού εξακολουθούν να σπρώχνουν τους πελάτες τους όχι εκεί που πρέπει αλλά εκεί από όπου τα τσεπώνουν, χωρίς να καταλαβαίνουν πως διά αυτής της μεθόδου βγάζουν οι ίδιοι τα μάτια τους. Γιατί δεν είναι όλοι οι τουρίστες πρόβατα που θα βοσκήσουν αδιαμαρτύρητα κατεψυγμένα και ξαναζεσταμένα βλίτα που μυρίζουν μπαγιατίλα ή τυποποιημένο τζατζίκι που πλασάρεται ως «μυστική συνταγή της γιαγιάς» (μιας γιαγιάς που μπορεί να μην υπήρξε ποτέ) και χρεώνεται ως συλλεκτικό κομμάτι. Το θέμα φαγητό είναι σημαντική παράμετρος για τον τουρισμό και μια χώρα σαν την Ελλάδα, η οποία με τα προϊόντα που παράγει αλλά και με την πλούσια κουζίνα της θα μπορούσε να είναι από τους κορυφαίους γαστριμαργικούς προορισμούς στον κόσμο, πρέπει να είναι πιο προσεκτική όταν σερβίρει τους επισκέπτες της. Τέτοιες σκέψεις έκανα παρακολουθώντας (από μακριά, δυστυχώς) το γαστρονομικό διήμερο «Tinos Food Paths» που διοργάνωσε ο Σύλλογος Επαγγελματιών Καταστημάτων Υγειονομικού Ενδιαφέροντος Τήνου για να διαφημίσει την κουζίνα και τα προϊόντα του νησιού. Βάζοντας στο τραπέζι τα φαγητά και τα γλυκά που εμείς οι Τηνιακοί γνωρίζαμε από τις γιαγιάδες μας αλλά που παλαιότερα ο επισκέπτης δεν μπορούσε να απολαύσει καθώς δεν είχαν θέση στο μενού των εστιατορίων (ευτυχώς τα τελευταία χρόνια αυτή η νοοτροπία άρχισε να αλλάζει στο νησί) οι διοργανωτές του «φεστιβάλ» έδειξαν ένα ακόμη πιο φιλικό, φιλόξενο και γενναιόδωρο πρόσωπο στον επισκέπτη. Και θύμισαν πως ο τουρισμός χρειάζεται μεράκι και όχι «μαφιόζικες» συμφωνίες κάτω από το τραπέζι και ύποπτα (κυριολεκτικά και μεταφορικά) μαγειρέματα που, αν και γεμίζουν το εστιατόριό σου, την ίδια στιγμή δυσφημούν τη δουλειά σου και την ίδια σου την πατρίδα.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 17 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ