Η πρόταση Γιουνκέρ, προφανώς δεν είναι ούτε θα μπορούσε να είναι ανώδυνη. Περιέχει μια σειρά μέτρα που απέχουν πολύ από τις προεκλογικές υποσχέσεις της κυβέρνησης. Ωστόσο, εδώ που βρισκόμαστε σήμερα, με δεδομένο το τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, αποτελεί μια ρεαλιστική βάση συμφωνίας. Το κρίσιμο ερώτημα βέβαια είναι πως θα αντιδράσουν οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ, αλλά και ορισμένων τουλάχιστον χωρών της ευρωζώνης, που είναι γνωστό ότι επιμένουν σε μια συνολική συμφωνία με πολύ πιο σκληρά μέτρα σε ορισμένα θέματα τουλάχιστον. Είναι γνωστό άλλωστε ότι και στο παρελθόν συμβιβαστικές προτάσεις της Κομισιόν ,δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν το σκόπελο των αντιδράσεων συντηρητικών κύκλων της Ευρώπης.
Η χθεσινή επισήμανση του κ.Τσίπρα στη γενική συνέλευση του ΣΕΒ ότι «θα προχωρήσουμε σε συμβιβασμούς με τους εταίρους» και ότι η «συμφωνία βρίσκεται στην τελική ευθεία» δείχνουν ότι τουλάχιστον η ηγεσία της κυβέρνησης έχει αντιληφθεί ότι άλλα περιθώρια για παράταση της διαπραγμάτευσης δεν υπάρχουν. Με την οικονομία σε κατάσταση ασφυξίας, με την αβεβαιότητα να αναστέλλει κάθε οικονομική δραστηριότητα, με τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους σχεδόν να έχουν εξαντληθεί,κάθε παράταση του σημερινού αδιεξόδου, θα είναι καταστροφική.
Η πρόταση Γιουνκέρ προσφέρει μια διέξοδο που δεν πρέπει να χαθεί. Το πολιτικό κόστος από τα μέτρα που περιλαμβάνει δεν μπορεί και δεν πρέπει να αποτελέσει ανασταλτικό παράγοντα για την αποδοχή της. Η επάνοδος της χώρας στην ομαλότητα με την εξασφάλιση της αναγκαίας χρηματοδότησης αποτελεί μείζονα προτεραιότητα,που υπερβαίνει οποιεσδήποτε μικροκομματικές σκοπιμότητες.
ΤΟ ΒΗΜΑ