«Δεν αντέχω άλλο, λέω να την «κάνω»». Οταν προ καιρού έλαβα αυτό το μήνυμα στο κινητό μου από έναν απελπισμένο από τη ζωή φίλο, ήρθε η σειρά μου να «χωνέψω» ότι το κάποτε ακραίο και τραγικό έχει γίνει αναπάντεχα οικείο. Η κατάθλιψη δεν είναι απλώς μια στατιστική. Είναι ανάμεσά μας.
Τουλάχιστον σε αυτή τη χώρα η οικονομική ύφεση πέτυχε να τη βγάλει «από την ντουλάπα» (όπως άλλωστε και το bullying, τα ναυάγια με τους μετανάστες στη Μεσόγειο, την ενδοοικογενειακή βία και όλα εκείνα τα ανθρώπινα δεινά που υπήρχαν εδώ και πολλά χρόνια αλλά μυστηριωδώς πάντα αφορούσαν άλλους). Εδώ και καιρό η κατάθλιψη έχει εισβάλει στην καθημερινή causerie, στις έρευνες της ΕΛΣΤΑΤ, στα πρωτοσέλιδα («χάρη» π.χ. στην αυτοκτονία του Βαγγέλη Γιακουμάκη) και στις εκ βαθέων μαρτυρίες «επωνύμων». Τώρα πλέον είναι πιο σύνηθες (και πολύ πιο απενοχοποιημένο) να κρατάς τα αντικαταθλιπτικά στο δεύτερο συρτάρι του γραφείου σου. Στην Ελλάδα του παρατεταμένου κραχ η κατάθλιψη αντιμετωπίζεται λίγο-πολύ όπως η ανεργία. Αφού συμβαίνει σε πολλούς, έχει πλέον απαμβλυνθεί το χάσμα που μας χώριζε από αυτήν. Οι στρατιές των πολλών μοιάζουν να έχουν καθάρει εκείνο που κάποτε θεωρείτο θλιβερή ψυχική νόσος των περιθωριοποιημένων ολίγων. Για «εθνική κατάθλιψη» μιλούν στο καινούργιο τους βιβλίο (εκδ. Καστανιώτη) οι καθηγητές της Ψυχιατρικής Μιχάλης Γ. Μαδιανός και Μαρίνα Οικονόμου.

Μόνο που αυτή η βεβιασµένη εξοικείωση που επέφερε η κρίση δεν ήταν ποτέ ουσιαστική και σε βάθος. Και πριν δηλαδή από τη μοιραία κάθοδο του Αντρέα Λιούμπιτς στις Αλπεις τον περασμένο Μάρτιο δεν είχε επιτευχθεί ποτέ ο πλήρης αποστιγματισμός της κατάθλιψης. Οι γνώσεις μας για αυτήν εξακολουθούν να διανθίζονται με μυθεύματα και σοφιστείες. Σε πρόσφατο άρθρο της στον βρετανικό «Guardian» με τίτλο «Ηοw not to talk to someone with depression» («Πώς να μη μιλάς σε κάποιον που έχει κατάθλιψη») η συγγραφέας ΣΕ Σμιθ κωδικοποιεί όλες αυτές τις μεγαλόθυμες κοινοτοπίες με τις οποίες επιμένουμε ακόμη και σήμερα να βομβαρδίζουμε τα καταθλιπτικά άτομα. Μία εξ αυτών είναι το «Γιατί απλά δεν κάνεις κάτι να σου φτιάξει το κέφι;». «Σοβαρολογούμε;» ρωτά η Σμιθ. «Συνήθως αυτή η προτροπή συνοδεύεται από τον υπαινιγμό ότι ένα μεγάλο μερίδιο ευθύνης για την ψυχική νόσο τους φέρουν οι ίδιοι οι καταθλιπτικοί, ότι αν προσπαθούσαν λίγο περισσότερο θα έπαυαν να έχουν κατάθλιψη. Είναι εξευτελιστική και ταυτόχρονα εκνευριστική για αυτούς τους ανθρώπους που παλεύουν με μια πολύ κακή ψυχική κατάσταση. Είναι σαν κάποιος να σας κόψει το πόδι και ύστερα να σας προτείνει να προσπαθήσετε να ξαναφυτρώσει. Εκεί να δείτε κέφια».

Ο ιστορικός Ζορζ Μινουά γράφει στην «Ιστορία της κατάθλιψης» (εκδ. Νάρκισσος) ότι ίσως τελικά οι καταθλιπτικοί μάς ενοχλούν γιατί συνιστούν την ένοχη συνείδηση του ηδονιστικού κόσμου μας, που είναι ριζικά εχθρικός σε κάθε μορφή θλίψης. Δείτε, ακόμη και σήμερα στην Ελλάδα της κρίσης, με πόση αμηχανία εξακολουθεί να αντιμετωπίζεται κάποιος που π.χ. έρχεται στο γραφείο του (αν έχει γραφείο) ή βγαίνει για καφέ με τους φίλους του, όντας κατηφής, δύσθυμος, τέλος πάντων όχι «η ψυχή της παρέας». «Χαρακτηριστικό γνώρισμα της σημερινής κοινωνίας», γράφει ο Μινουά, «είναι να εξοστρακίζει όποιον δεν εκδηλώνει, και μάλιστα πειστικά, τη χαρά της ζωής. Μια συνέντευξη για κάποια θέση εργασίας αποβαίνει μοιραία για τον υποψήφιο που δεν θα φανεί ανεπιφύλακτα «θετικός»».
Ο,τι και αν είναι τελικά η κατάθλιψη, απώλεια κάθε ικανότητας για ευχαρίστηση, μελαγχολία, θλίψη, απαισιοδοξία, μηδενισμός, taedium vitae (άχθος της ζωής), θα είναι ως το 2020 –σε αυτό τουλάχιστον συμφωνούν οι ειδικοί –η δεύτερη αιτία νοσηρότητας στον πλανήτη. Και μια μάστιγα την πολεμάς καλύτερα (ο τρομοκρατημένος Αντρέα Λιούμπιτς το επιβεβαίωσε με εκείνο το απονενοημένο στουκάρισμα στις Αλπεις) όταν δεν τη δαιμονοποιείς, όταν δεν τη φοβάσαι.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ