Ο τίτλος προβάλλεται ως γλωσσικός συνειρμός, συμφιλιώνοντας δυο λέξεις με τη φωνή τους. Η μία είναι ομηρική και ακούγεται από τον Αχιλλέα στην πρώτη ιλιαδική ραψωδία ως αντώνυμο της Βρισηίδας: δικό του γέρας, νόμιμο που το υφαρπάζει προκλητικά ο Αγαμέμνων (σημαίνει: τιμή, αξίωμα, αντίδωρο, αμοιβή). Η δεύτερη λέξη πέρασε από τον Ομηρο στα χρόνια μας, συνήθως ως δείκτης περασμένης, έμπειρης ηλικίας, όταν δεν αντιστρέφεται σε νοούμενη ή υπονοούμενη απόρριψη, ως ανώφελη ή ενοχλητική παράταση ζωής.
Η προκείμενη συνεύρεσή τους είναι εν μέρει βιογραφική, όχι όμως γεροντοφιλική. Η αφορμή της στην προκειμένη περίπτωση προκύπτει εντέλει φιλότεχνη και φιλοποιητική, από τη μεριά κυρίως του αναγνώστη. Εντοπίζεται στη συνάγνωση δύο ομόρρυθμων βιβλίων που περιστρέφονται (ευθέως το ένα, πλαγίως το άλλο) γύρω από το ερώτημα αν, πόσο και πώς γέρας και γήρας συναγωνίζονται και ανταγωνίζονται μεταξύ τους με τη μέθοδο του όψιμου απολογισμού. Επονται τα στοιχεία της ταυτότητάς τους με τη σειρά που έφτασαν στα χέρια μου και διαβάστηκαν τα δύο κείμενα.
Προηγήθηκε ο Νίκος Παναγιωτόπουλος, με τριτοπρόσωπη αφήγηση εκατόν πενήντα σελίδων και με επίτιτλο «Τίποτα». Εναλλάσσοντας τον δόκιμο ρόλο του βραβευμένου κινηματογραφιστή με τη μάσκα ενός ερασιτέχνη εξαντλημένου ζωγράφου, ο οποίος συστήνεται με το μονόγραμμα Ζ. Σε λίγο κατέφθασε και σε δυο άγρυπνες νύχτες διαβάστηκε μονορούφι «Ο πειρασμός της Νοσταλγίας» του ποιητή Τίτου Πατρίκιου, με τον υπότιτλο «Σημειώσεις Καθημερινότητας». Πρόκειται για διαδοχικά (χρονολογημένα και αυτόνομα) κείμενα, τα οποία ξεκινούν τον Οκτώβριο του 1980 και καταλήγουν στον Δεκέμβριο του 2014 (σελίδες 220, εκδόσεις ΚΙΧΛΗ).
Προτάσσονται για πρόγευση δύο σύντομα παραθέματα, ένα για τον καθένα. Προηγείται ο Παναγιωτόπουλος: «Τα γηρατειά τα είχε αντιμετωπίσει κι αυτά επιπόλαια, όπως όλα. Αλλά να που τώρα ήταν έτοιμα ν’ ανοίξουν την μπαλκονόπορτα, να μπουν και να πάρουν θέση στην απέναντι πολυθρόνα. Τόσο ξαφνικά, που, όπως δεν πίστευε και στην εξέλιξη, αυτό ήταν μια επιβεβαίωση της θεωρίας του ότι η πρόοδος συντελείται με άλματα. Το αισθάνθηκε στο πετσί του. Ισως να ήταν το πρώτο θύμα της θεωρίας των αλμάτων».
Επεται, ατόφιος και απροκάλυπτος στα εβδομήντα τέσσερά του χρόνια, ο Πατρίκιος: «Στο νοσοκομείο, μετά την εγχείρηση, καθώς από τον πόνο του τραύματος έμεινα καθηλωμένος στο αριστερό πλευρό, επί οκτώ μέρες έβλεπα τον ίδιο τοίχο, το ίδιο ακριανό κομμάτι της πόρτας του δωματίου. Κάτι ανάλογο συμβαίνει κάποτε και εκτός νοσοκομείου. Οταν κανείς καθηλώνεται από κάποιο τραυματικό γεγονός στην ίδια στάση, μπορεί επί οκτώ χρόνια να βλέπει την ίδια όψη των πραγμάτων, την ίδια όψη των ανθρώπων (Αθήνα, 20 Φεβρουαρίου 2002)».
Εδώ προσωρινή ανακοπή, γιατί ο νους μου πήγε σε κάποια ομόλογα και ομόθεμα ποιήματα του Καβάφη και του Σεφέρη. Αρχίζω πρωθύστερα με τον Σεφέρη, για λόγους που θα φανούν ελπίζω καθ’ οδόν. Θυμίζοντας εξαρχής ότι ο Καβάφης έλεγε, καταπώς λένε, «εγώ είμαι ποιητής του γήρατος». Δύο πάντως σεφερικά εξαγγέλλουν και επονομάζουν το συζητούμενο θέμα ήδη με τον τίτλο τους. Πρωιμότερο το ένα, επιγράφεται «Ο Γέρος» και υπογράφεται επακριβώς με τον τόπο και τον χρόνο της σύνταξής του: «Ντρένοβο, Φλεβάρης 1937». Ωριμο το άλλο, συντάσσεται στο «Κάιρο, 20 Ιουνίου ’42» και φέρει την επιγραφή «Ενας γέροντας στην ακροποταμιά».
Το πρώτο περιέχεται στη συλλογή «ΤΕΤΡΑΔΙΟ ΓΥΜΝΑΣΜΑΤΩΝ (1928-1937), κλείνοντας τον κύκλο που επονομάζεται «ΔΟΣΜΕΝΑ». Μοιράζεται σε δύο, παρ’ ολίγον ισόστιχα, μέρη: στ. 1-20 και 21-42. Αντιγράφεται το δεύτερο μέρος, πρωτοπρόσωπο στην αξονική του σύνταξη:
«Είδα την πάχνη γύρω στα πρόσωπα / είδα τα χείλια υγρά τα δάκρυα παγωμένα / στην κόχη του ματιού, είδα τη γραμμή / του πόνου πλάι στα ρουθούνια και την προσπάθεια / στις ρίζες του χεριού, είδα το σώμα να τελειώνει. / Δεν είναι μόνος ο ίσκιος αυτός δεμένος / σ’ ένα στεγνό ραβδί που δε λυγίζει / δε σκύβει να πλαγιάσει, δεν μπορεί∙/ ο ύπνος θα σκόρπιζε τις κλείδωσές του / στα χέρια των παιδιών να παίξουν. / Προστάζει σαν τους πεθαμένους κλώνους / που σπάνε όταν νυχτώνει και ξυπνά / ο αγέρας μες στις λαγκαδιές / προστάζει τους ίσκιους των ανθρώπων / όχι τον άνθρωπο μέσα στον ίσκιο / που δεν ακούει παρά τη χαμηλή φωνή / της γης και του πελάγου εκεί που σμίγουν / της μοίρας τη φωνή. Στέκεται ολόρθος / στην όχθη, μέσα σε κουβάρια κόκαλα / μέσα σε στοίβες κίτρινα φύλλα: / άδειο κλουβί προσμένοντας / την ώρα της φωτιάς».
Σπάνιο είδος ποιητικής διάγνωσης βίου και λόγου στο όριο της εξόδου. Τόπος και τρόπος αποκαλυπτικά, όπου το γέρας και το γήρας σμίγουν και σβήνουν.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ