Mεσοκαλόκαιρο. Καθισμένοι κοντά στον βυσσινόκηπό τους, οι Γκάγεφ και οι καλεσμένοι τους απολαμβάνουν το ηλιοβασίλεμα. Ο νεαρός ιδεαλιστής Τροφίμοφ μονολογεί για την άγνοια και την εξαθλίωση που μαστίζουν τη Ρωσία. Ο πλούσιος έμπορος Λοπάχιν, αφού κουράστηκε να παρακινεί τους Γκάγεφ να πάρουν μέτρα για να σώσουν το κτήμα τους από την επερχόμενη δημοπρασία, μιλάει για τα δικά του –πόσο σκληρά δουλεύει και πόσο ευγνώμονες πρέπει να είμαστε για τα ελέη της γης. Ο Γεπιχόντοφ, ο άγαρμπος λογιστής, περνάει παίζοντας την κιθάρα του. Ο οικοδεσπότης Λεονίντ Αντρέγεβιτς απευθύνεται ρητορικά στις δυνάμεις της «θαυμαστής Φύσης», σαν να γράφει ποίημα. Ολοι χάνονται στις σκέψεις τους. Σιωπή. Το μόνο που ακούγεται είναι το μουρμουρητό του γερο-υπηρέτη Φιρς…
«Ξαφνικά, ένας μακρινός ήχος σαν να έρχεται από τον ουρανό: ο ήχος μιας χορδής που σπάει –που σβήνει, λυπημένα» επισημαίνουν οι σκηνικές οδηγίες. Τι ήταν αυτό; Ενας ερωδιός; Μια κουκουβάγια; Κάτι άλλο; Η χήρα Λιουμπόφ, που επέστρεψε πρόσφατα στο πατρικό της ύστερα από πενταετή παραμονή στο Παρίσι, το βρίσκει φρικτό. Τους καλεί όλους να μπούνε μέσα. Βλέπει τα δάκρυα στα μάτια της δεκαεπτάχρονης κόρης της, της Ανια. Ενας άστεγος «εισβάλλει» και ζητάει ελεημοσύνη. Αναταραχή. Η Βάρια, υιοθετημένη κόρη της Λιουμπόφ, βάζει τις φωνές. Η τελευταία του δίνει ένα χρυσό νόμισμα –δεν βρίσκει ψιλά. «Σας είμαι υπόχρεος» ψελλίζει ο ζητιάνος και όλοι σκάνε στα γέλια. Η Βάρια διαμαρτύρεται, ο Λοπάχιν παρωδεί τον «Αμλετ» και η συντροφιά, εκτός από δύο, μπαίνει μέσα για να περάσει στο τραπέζι του δείπνου.
Ανθρωποι που συγκεντρώνονται και μετά σκορπίζονται. Ζευγάρια, «τρίγωνα», πολυμελείς παρέες, μονήρεις μυστηριώδεις τύποι. Ενας περαστικός από το πουθενά. Ηλικιωμένοι που μασάνε τα λόγια τους, νεαροί με λογοδιάρροια, μεσήλικες χαμένοι στον κόσμο τους. Διάλογοι που διακόπτονται, εξομολογήσεις, αναμνήσεις, σχόλια παράταιρα. Δάκρυα, επιφωνήματα, φωνές, γέλια. Διαρκής κίνηση, πηγαινέλα, ανακατατάξεις, ένα κουτρουβάλιασμα στη σκάλα. «Σε όλον τον «Βυσσινόκηπο» υπάρχει έντονη η αίσθηση του τυχαίου και του περιστασιακού, του ανέμελου, του ακούσιου, του απρόβλεπτου και του ξαφνικού, του αποτυχημένου και του ακατάστατου» γράφει ο Ρίτσαρντ Γκίλμαν στο εξαιρετικό «Chekhov’s Plays: An Opening Into Eternity». Και συνεχίζει: «Περισσότερο από ό,τι σε οποιοδήποτε άλλο έργο του Τσέχοφ, έχουμε εδώ, στο τελευταίο του, την αίσθηση ότι έτσι είναι η ζωή, αυτή η χαλαρή, μη προγραμματισμένη, σοβαρο-κωμική συμπεριφορά, χωρίς άμεσα διακριτές αιτίες ή εξηγήσεις…».
Ναι, υπάρχει σίγουρα ο περίφημος βυσσινόκηπος, το καμάρι και η λαχτάρα της οικογένειας, που χάνεται λόγω χρεών. Η απώλεια είναι τεράστια και προκαλεί μεγάλη θλίψη, δεν είναι όμως τραγική. Το τέλος αφήνει μια χαραμάδα ανοιχτή προς ένα καινούργιο μέλλον, μια νέα αρχή. «Αχ, ναι μαμά, είμαι πολύ ευχαριστημένη! Αρχίζουμε μια καινούργια ζωή» απαντά ενθουσιασμένη η νεαρή Ανια όταν η μητέρα της τη ρωτά συγκινημένη, αποχαιρετώντας το σπίτι όπου μεγάλωσε. «Αν ο «Βυσσινόκηπος» είναι κωμωδία όπως την εννοεί ο Τσέχοφ, τότε δεν έχει να κάνει με κωμικούς ήρωες ή αστείες σκηνές. Οχι, το status της κωμωδίας αφορά το ερώτημα της μοίρας: διαγράφεται στο τέλος κάποια προοπτική για τα βασικά πρόσωπα του έργου ή έχει αποκλειστεί κάθε διέξοδος, κάθε πιθανότητα επανεκκίνησης;» ρωτά ο Γκίλμαν. Για τη Λιουμπόφ και την Ανια η απάντηση είναι σίγουρα θετική –παρά τον φόβο του αγνώστου που η προοπτική αυτή γεννά μέσα τους.
Μια διαφορετική κωμωδία, λοιπόν, έγραψε ο Τσέχοφ, αναζητώντας τη ρευστότητα των πραγμάτων, την αξεδιάλυτη συνύπαρξη της γελοιότητας και της μελαγχολίας, συχνά μέσα στην ίδια στιγμή, μέσα στην ίδια φράση. Αυτή τη συνύπαρξη προσπαθεί να εντοπίσει και ο Νίκος Καραθάνος στη σκηνοθεσία του, με οικτρά δυστυχώς αποτελέσματα. Βασική του έγνοια και επιδίωξη αποδεικνύεται μία: ο υπερβολικός –σε σημείο ξεχειλώματος –τονισμός του γελοίου, του φαρσικού, του χαζοχαρούμενου. Είναι θλιβερό να βλέπει κανείς έναν σκηνοθέτη να επενδύει όλες τις ικανότητές του σε πάσης φύσεως αστειάκια και ευρηματάκια εφηβικού εκτοπίσματος. Ποτέ δεν καταλαβαίνουμε τι διακυβεύεται. Η ομορφιά που χάνεται, ποτέ δεν την αισθανόμαστε. Το μόνο που εισπράττουμε είναι ανούσια κοροϊδία και άψυχη υστερία. Το μόνο που απασχολεί την ομάδα είναι πώς θα μας διασκεδάσουν με τον πιο πρωτογενή και εύκολο τρόπο: μιμούμενοι φωνές από καρτούν, κάνοντας ομαδικές ασκήσεις γυμναστικής, λέγοντας κανένα τραγουδάκι, παίζοντας μαξιλαροπόλεμο, πετώντας λαχανικά στους τοίχους κ.ο.κ.
Τίποτε από όλα αυτά δεν είναι κατακριτέο, φυσικά, και οι προαναφερθείσες δράσεις θα μπορούσαν κάλλιστα να ανήκουν σε μια συναρπαστική παράσταση. Εδώ, όμως, τα πράγματα συνδυάζονται με ακραία επιπολαιότητα και απελπιστική προχειρότητα φανερώνοντας την απόλυτη έλλειψη δημιουργικής αγωνίας και προβληματισμού. Ποιο το νόημα να υποδυθεί τον γερο-Φιρς ένα νεαρό κορίτσι; Κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, κανένα. Αισθάνεται δηλαδή κανείς πως ό,τι προέκυψε μέσα στη χαλαρότητα της πρόβας και των αυτοσχεδιασμών αυτό και υιοθετήθηκε άκριτα, χωρίς να περάσει από κανένα φίλτρο –εκτός ίσως από αυτό του «κεφιού». Το αποτέλεσμα είναι ένα άλλο έργο: μια σαχλοκωμωδία χωρίς νόημα. Προσπαθώντας να παίξουν «ψεύτικα» για να ξορκίσουν τον ρεαλισμό, οι ηθοποιοί, ακόμη και οι πιο καλοί, καταλήγουν να παίζουν απλώς χάλια –να φωνάζουν και να πηγαινοέρχονται ανερμάτιστοι. Τους παρακολουθούμε να μπαινοβγαίνουν ή να συναθροίζονται και είναι πραγματικά επώδυνη τόση αμηχανία.
Η συνολική εντύπωση που δημιουργείται από την παράσταση αφορά μια πρωτόλεια, αφελή προσπάθεια να υποδυθεί κανείς το «μεταμοντέρνο» χωρίς να έχει ιδέα τι πραγματικά σημαίνει αυτό και τι προϋποθέτει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ