Τόσες µύτες να τρέχουν δεν έχω ξανακούσει σε θέατρο. Συνέβη προ ημερών στην παράσταση «Ιστορίες με καλό τέλος», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Εφηβικού Θεάτρου της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών. Πρωταγωνιστές εννέα μαθητές του Ειδικού Σχολείου Ιλίου με «σοβαρές κινητικές και νευρολογικές παθήσεις» που αυτοσχεδίασαν (σε συνεργασία με την ομάδα Grasshopper Youth) πάνω σε ένα διήγημα του Μπέκετ και μίλησαν για τις φωνές που τους κρατούν συντροφιά στο (κοινωνικό) σκοτάδι. Σε μια παράσταση σπαρακτική αλλά άρτια. Στο τέλος της, υπό την επήρεια ακόμη μιας πρωτόγνωρης, είναι η αλήθεια, συναισθηματικής φόρτισης, κατακλύσθηκα αιφνιδίως από τη ματαιότητα της επιδειξιμανούς «ευαισθησίας» μου. Της δικής μου και των περισσότερων θεατών (εξαιρούνται φυσικά τα οικεία πρόσωπα των παιδιών αυτών).
Συνειδητοποίησα ότι η συγκίνησή μας ήταν αυτή η ίδια ψευδοσυγκίνηση που βιώνεις, για παράδειγμα, μπροστά στους θαμμένους στα συντρίμμια του Νεπάλ ή μπροστά στα άψυχα σώματα παιδιών που «ξερνάει» η Μεσόγειος. Επηρμένη, κενή, συγκαταβατική και εξανεμισθείσα σε δευτερόλεπτα.
Διότι, όσο και να συγκίνησαν, οι «Ιστορίες με καλό τέλος» ήταν ένα ακόμη πυροτέχνημα. Δεν το λέω εγώ αλλά μια μητέρα και δασκάλα ειδικής αγωγής που είχα συναντήσει στους Special Olympics του 2011 (συμμετείχε ο 20χρονος τότε γιος της): «Και αυτοί οι αγώνες είναι ένα πυροτέχνημα που σύντομα θα σβήσει» μου είχε πει. «Δείχνουμε για λίγο ευαισθητοποιημένοι αλλά το μόνιμο πρόβλημα δεν το αγγίζουμε». Ποιο είναι το πρόβλημα; Η αδυναμία κοινωνικής ένταξης αυτών των παιδιών; Τα σχολεία ειδικής αγωγής που βάλλονται από παντού στην Ελλάδα μιας «ειδικής» κρίσης; Η υποστελέχωση των δομών και της παράλληλης στήριξης; Μια κοινωνία σε κατάθλιψη που στοχοποιεί πανηγυρικά τη διαφορετικότητα;
«Ημουν 25 χρόνων όταν γέννησα τον Γ.» μου είχε πει την ιστορία της εκείνη η μητέρα στο περιθώριο των Special OIympics. «Ηταν το τρίτο μου παιδί. Γεννήθηκε με σύνδρομο Down. Ηταν ένα μεγάλο σοκ ακόμη και για μένα που ήμουν, υποτίθεται, ευαισθητοποιημένη. Η πρώτη μου αντίδραση ήταν η άρνηση, η απόρριψη. Δεν το ήθελα αυτό το παιδί. Μου βγήκε όλο αυτό το κοινωνικό κομμάτι, αυτά που είχα μάθει, ότι τα παιδιά αυτά δεν μας ταιριάζουν». Είχε βέβαια την τύχη να γεννήσει (όχι στην Μπανανία της ειδικής αγωγής) αλλά στον Καναδά: «Με πήγαν σε μια ειδική σουίτα για να μην έρχομαι σε επαφή με άλλες μαμάδες και να μη συγκρίνω τον εαυτό μου μαζί τους. Από την πρώτη στιγμή με ενημέρωσαν για τα πάντα, ήρθαν να μου μιλήσουν γονείς και αδέλφια παιδιών με σύνδρομο Down, μου είπαν επίσης ότι είχα τη δυνατότητα να το δώσω για υιοθεσία. Είχα δηλαδή επιλογές. Μου πήρε κανένα εξάμηνο μέχρι να πω ότι αυτό το παιδί ανήκει στην οικογένειά μας. Και ακόμη περισσότερο χρόνο για να πούμε όλοι ότι δεν κάνουμε χωρίς αυτό». Οταν ήρθε, ύστερα από χρόνια, να ζήσει στην Ελλάδα, βρέθηκε αντιμέτωπη με την έλλειψη κοινωνικού κράτους και την προσφιλή φιλευσπλαχνία τού «μακριά από εμάς». «Δεν έχει νόημα να αγαπάμε τα παιδιά αυτά με οίκτο ή να κάνουμε πως δεν τα βλέπουμε. Γιατί αυτό είναι το πρόβλημα εδώ. Εγώ άλλαξα πολύ με τον ερχομό του γιου μου. Γκρεμίστηκε αυτή η πυραμίδα αξιών που είχα χτίσει μέχρι τότε. Τα πρώτα μου παιδιά τα πίεζα πολύ, τα είχα κάνει πολύ ανταγωνιστικά. Νομίζω πως αν δεν είχε έρθει ο Γ., θα τους είχα κάνει μεγάλη ζημιά». Οχι, τα «ξεχωριστά παιδιά», όπως τα αποκαλεί στο αιρετικό βιβλίο του «Far from the Tree» (σε ελεύθερη απόδοση «Το μήλο θα πέσει μακριά από τη μηλιά») ο αμερικανός συγγραφέας Αντριου Σόλομον, δεν είναι, όπως θέλουμε να πιστεύουμε, προβλέψιμα.

Στην απρόβλεπτη παράσταση «Ιστορίες με καλό τέλος», κάποια στιγμή τα φώτα έσβησαν τελείως. Μείναμε όλοι, ηθοποιοί και θεατές, με ειδικές ανάγκες στο σκοτάδι. Ο καθένας μόνος αλλά ενωμένοι, έστω για λίγο, ανυπόκριτα, στις ελλείψεις μας. Σε εμάς όλους άλλωστε συγχωρούνται. Αλλά όχι και σε ένα βαθιά ελλειμματικό κράτος πρόνοιας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 3 Μαΐου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ