Σε συνθήκες οικονομικής ασφυξίας της χώρας και στον απόηχο πρόσφατης δημοσκοπήσεως, σύμφωνα με την οποία η συντριπτική πλειονότητα των Ελλήνων προτιμά τον χωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, προέκυψε αιφνιδίως και θέμα εκκλησιαστικής περιουσίας.
Αποστροφή σε τηλεοπτική συνέντευξη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών για συνεργασία στην αξιοποίηση ακινήτων της Εκκλησίας, απαντήθηκε γραπτώς από τον Πρωθυπουργό, ο οποίος ευχαρίστησε για την πρόθεση της Εκκλησίας να προχωρήσει σε «αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας προς όφελος του Ελληνικού Δημοσίου».
Με πιθανότητα που εγγίζει τα όρια της βεβαιότητας, εικάζω ότι άλλα εννοούσε ο ένας και άλλα αντελήφθη (ή θέλησε να αντιληφθεί) ο έτερος! Αλλωστε, δεν θα είναι η πρώτη φορά που Κράτος και Εκκλησία «συμφωνούν», αντιλαμβάνονται, όμως, εντελώς διαφορετικά αυτά στα οποία συμφωνούν!
Κρίνεται, λοιπόν, αναγκαίο να διατυπωθούν κάποιες επισημάνσεις, με πρώτη την υπενθύμιση ότι το όλο ζήτημα ξεκίνησε με τη δήμευση μεγάλου μέρους της μοναστηριακής περιουσίας στο νεοπαγές τότε Ελληνικό Βασίλειο από την Αντιβασιλεία του Οθωνα με το, επέχον ισχύ νόμου, Διάταγμα της 25.9.1833.
Με τον νόμο αυτόν στην τότε ελληνική επικράτεια, που εκτεινόταν έως τη γραμμή Αμβρακικού – Παγασητικού και περιλάμβανε και την Εύβοια, τις Σποράδες και τις Κυκλάδες νήσους, επιβλήθηκε η διάλυση 416 μοναστηριών, από τα υπάρχοντα 593, η περιουσία των οποίων περιήλθε στο Δημόσιο.
Η σταδιακή επέκταση της ελληνικής επικράτειας, οι πόλεμοι, η Μικρασιατική Καταστροφή, η παραχώρηση των Μητροπόλεων του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς διοίκηση στην Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ελλάδος, όχι μόνο δεν επέτρεψαν την επίλυση του ανοικτού ζητήματος της εκκλησιαστικής περιουσίας, αλλά το περιέπλεξαν έτι περαιτέρω. Καθώς επέβαλαν την παραχώρηση πολλαπλάσιων εκτάσεων μοναστηριακής γης για την εγκατάσταση προσφύγων και την αποκατάσταση ακτημόνων καλλιεργητών και κτηνοτρόφων.
Μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ξεκίνησαν οι πρώτες σοβαρές διαπραγματεύσεις για τη διευθέτηση του ζητήματος (1948-1952) που οδήγησαν, επί κυβερνήσεως Νικ. Πλαστήρα, στην κύρωση (Ν.Δ. 2185/1952) δύο Συμβάσεων μεταξύ Εκκλησίας της Ελλάδος και Ελληνικού Δημοσίου, τις οποίες υπέγραφαν ο (τότε) Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σπυρίδων, ως πρόεδρος και του Οργανισμού Διοικήσεως Μοναστηριακής Περιουσίας (ΟΔΕΠ) και οι τότε υπουργοί Γεωργίας Στ. Αλαμανής και Οικονομικών Χρ. Ευελπίδης.
Οι υπογραφές, όμως, δεν έφεραν και την υλοποίηση όσων συμφωνήθηκαν και το θέμα ξανατέθηκε μετά τη μεταπολίτευση. Ειδική ομάδα εργασίας στο υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων ασχολήθηκε με τη μελέτη του θέματος επί υπουργίας Γ. Ράλλη και Ι. Μ. Βαρβιτσιώτη.
Και η συμφωνία αυτή δεν είχε αίσιο τέλος. Ο τότε Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Σεραφείμ [Τίκας], που εκλέχθηκε επί δικτατορίας (1974), αλλά επέζησε όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων έως τον θάνατό του (1988), έκρινε ότι οι επερχόμενες εκλογές (1981) και η αναμενόμενη επικράτηση του ΠαΣοΚ επέβαλε αναβολή της υπογραφής της Συμφωνίας.
Αλλωστε το ΠαΣοΚ είχε φροντίσει, ήδη με την ιδρυτική του Διακήρυξη της 3.9.1974, να προειδοποιήσει ότι θα προχωρήσει σε «διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας» και σε «κοινωνικοποίηση της μοναστηριακής περιουσίας» προς όφελος των «ακτημόνων και των συνεταιρισμένων αγροτών»…
Ο κλήρος για την υλοποίηση του δεύτερου τουλάχιστον μέρους της εξαγγελίας, με μεγάλη χρονική καθυστέρηση, έπεσε, τελικώς, στον Αντ. Τρίτση που, άμοιρος ειδικών γνώσεων, ανέλαβε να φέρει σε πέρας σχέδιο που είχε καταθέσει τον Οκτώβριο 1985 ο προκάτοχός του στο υπουργείο Απ. Κακλαμάνης. Συνέδεσε, όμως, τη ρύθμιση της εκκλησιαστικής περιουσίας με την επιβολή αιρετών μελών στη διοίκηση της Εκκλησίας, πράγμα που υπήρξε casus belli για την Ιεραρχία της.
Στην πείσμονα αντίσταση της Ιεραρχίας πρωταγωνιστικό ρόλο διαδραμάτισαν δύο μητροπολίτες που επέπρωτο να γίνουν αρχιεπίσκοποι, ο προηγούμενος Χριστόδουλος [Παρασκευαΐδης] και ο νυν Ιερώνυμος [Λιάπης]. Και ενώ ψηφιζόταν ο Ν. 1700/1987 (Νόμος Τρίτση), η Εκκλησία της Ελλάδος έφθανε μέχρι του σημείου να ζητήσει επανυπαγωγή της στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, για να αποφύγει τις επεμβάσεις του Καίσαρα…
Η κρίση αποσοβήθηκε χάρη στους επιδέξιους χειρισμούς του Ανδρέα Παπανδρέου, ο οποίος, ερήμην του αρμόδιου υπουργού, προχώρησε σε συμφωνία με τον Αρχιεπίσκοπο Σεραφείμ, η ουσία της οποίας ήταν να δώσει η Εκκλησία μέρος της περιουσίας της, συμβαλλόμενη με το Ελληνικό Δημόσιο, και η κυβέρνηση να αποσύρει τις επίμαχες διατάξεις για τη συμμετοχή αιρετών λαϊκών στη διοίκηση της Εκκλησίας.
Οταν, όμως, έφθασε ο χρόνος υλοποιήσεως της συμφωνίας, αποδείχθηκε ότι ο Αρχιεπίσκοπος δεν εκπροσωπούσε τις Μονές, αφού μόνο 149 προσχώρησαν στη Σύμβαση, ενώ οι υπόλοιπες αρνήθηκαν. Ετσι, ο νόμος που κύρωσε τη Σύμβαση (1811/1988) διατήρησε σε ισχύ και τον Νόμο Τρίτση για τις υπόλοιπες.
Και όταν το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου δέχθηκε, τέλη του 1994, προσφυγές Ι. Μονών κατά του Δημοσίου, το τελευταίο αναδιπλώθηκε (Ν. 2413/1996), άφησε όμως σε ισχύ, χωρίς να εφαρμόζονται, οιονεί απολιθώματα, τους νόμους 1700 και 1811!
Εκτοτε, Κράτος και Εκκλησία δεν αποτόλμησαν, κάθε πλευρά για τους λόγους της, να επαναφέρουν το θέμα. Προτίμησαν, υπό την προηγούμενη κυβέρνηση, να προχωρήσουν στην ίδρυση (Ν. 4182/2013) «Eταιρείας Aξιοποίησης Εκκλησιαστικής Ακίνητης Περιουσίας» για ακίνητα της Αρχιεπισκοπής, που μπορεί να περιλάβει και ακίνητα άλλων εκκλησιαστικών νομικών προσώπων.
Δεν γνωρίζω εάν το πολιτικό momentum είναι όντως το κατάλληλο για ανακίνηση του ζητήματος, η προϊστορία του, πάντως, προδίδει δυσπιστία των μερών…
Ο κ. Ι. Μ. Κονιδάρης είναι καθηγητής της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ