Θα κάτσουμε στον καναπέ. Εσύ καφέ, εγώ τσάι. Τα laptops ανοιχτά πάνω στο τραπεζάκι. Ενώ χαζεύουμε, χτυπούν τα κινητά μας. Εσένα είναι ο φίλος σου από τη δουλειά, αυτός ο ηλίθιος που χάνει τα μέιλ που του στέλνεις και σε κάνει να βρίσκεις τον μπελά σου. Εύχομαι να το σάπιζες στο ξύλο μια μέρα αυτό το βόδι που ζυγίζει διακόσια κιλά. Ειλικρινά του αξίζει.
Αφού μας σπάσουνε τηλεφωνικά τα νεύρα οι συνομιλητές μας, αφού τους ρίξουμε ένα εκατομμύριο μπινελίκια, θα κλείσουμε τα κινητά. Αποσυμπίεση. Επιστροφή σε θέματα πιο ευχάριστα. Τα μαλλιά του Σάββα Ξηρού. Παλιά είχε αφέλειες, θυμάσαι; Τώρα μια πλατίνα να! Γενικώς υπερασχολείται με το θέμα κομμωτήριο, καταλήγουμε. Εχει κι αυτή τη βοϊδίσια σωματοδομή που δεν βοηθάει στη δουλειά που κάνει. Θέλει άλλον σωματότυπο αυτή η δουλειά. Να, ο μικρός ο Παλαιοκώστας το ‘χει, ρε παιδί μου. Αλλη κατάσταση, λεπτοκαμωμένος, με ευελιξία, μπορεί να μεταμορφώνεται –θυμάσαι τότε που είπαν ότι κυκλοφορούσε στον Πειραιά ντυμένος παπάς;
Μου λες για μια φοβερή σούπα κολοκύθας που έφαγες στης Μαριάνας. Σου εξηγώ τη διαφορά κολοκύθας-κολοκυθιού. Συγκρίνουμε τη ζαχαροπλαστική με τη μαγειρική και καταλήγουμε ότι η πρώτη είναι πολύ πιο δύσκολη: το γλυκό το πετάς αν αποτύχει, το φαγητό όμως το σώζεις άμα ξέρεις δυο-τρία κόλπα.
Κάπως έτσι θα πάει το πράγμα μέχρι τέλους. Θα μου πεις, θα σου πω, θα βριστούμε, θα σφαχτούμε, θα σου ζητήσω να έρθεις μαζί μου στο ΙΚΕΑ. Θα πούμε για ταινίες, για συνταγές, για το διαμέρισμα που ψάχνεις να αγοράσεις. Είναι αναρίθμητες οι λεπτομέρειες, οι αμελητέες πληροφορίες που μοιραζόμαστε σ’ έναν καναπέ στο διαμέρισμά σου. Το μικρό κενό που αφήνει το ράφι από τον τοίχο δεν είναι ίσως σημαντικό, αλλά πέφτει καμιά φορά ένα βιβλίο. Και γυρνάω το βράδυ σπίτι και βρίσκω το βιβλίο πεσμένο στο πάτωμα. Και εκνευρίζομαι με αυτό το μικρό κενό. Είναι ανούσια όλα αυτά, το ξέρω. Το συνειδητοποιώ. Δεν έχει νόημα να τα συζητάμε, όταν το μεγάλο κενό παραμονεύει να μας καταπιεί. Εσύ διαφωνείς. Δεν είναι καθόλου ανούσια η συνταγή για κόκκινη σάλτσα, επιμένεις. Μόνοι μας γεννιόμαστε, μόνοι μας πεθαίνουμε: να μην ξέρουμε τουλάχιστον στο μεταξύ να φτιάξουμε μια σάλτσα για τη μακαρονάδα μας;
Οι επιδερμικές συνευρέσεις, οι χαζές συνομιλίες, η ματαιότητα της καθημερινότητας, αυτή η μαύρη τρύπα, τέλος πάντων, που ρουφάει την ενέργεια του μυαλού και του σώματος αφήνοντάς μας στο τέλος της ημέρας να πνιγόμαστε στο ανικανοποίητο βρίσκεται ως έναν βαθμό στο στόχαστρο της Κιτσοπούλου. Η αναζήτηση όμως δεν σταματάει εκεί…
Οι δύο ηθοποιοί πέφτουν ενίοτε σε περισυλλογή και παύση –συνήθως ανάμεσα στις θεματικές «ενότητες» της συζήτησης –και συγκρατούν με τις παλάμες το κεφάλι που γέρνει βαρύ μπροστά. Αλλες στιγμές πάλι, επιδίδονται σε παραμορφωτικές γκριμάτσες τραβώντας μόνοι τους τα μαλλιά τους από τη ρίζα. Αμα χρειαστεί, πέφτει και λίγο ξύλο πίσω από τον καναπέ, με την ηθοποιό να αναδύεται στραπατσαρισμένη, μέσα στα αίματα.
Αν εξαιρέσουμε την πρώτη κραυγή, την πιο απρόσμενη και ανατριχιαστική, όλα τα υπόλοιπα στιγμιότυπα απόγνωσης ή βίας στέκεται δύσκολο να τα πάρει κανείς στα σοβαρά. Το έργο λειτουργεί σαφώς ως παρωδία υπαρξιακού δράματος, είναι όμως προπαντός κωμωδία ή, για την ακρίβεια, μετα-κωμωδία: βασικότερη επιδίωξή της συγγραφέως, να παίξει με τις προσδοκίες του κοινού. Θέλετε να σας δείξω τα υπόγεια ρεύματα που διατρέχουν την ευτελή ρουτίνα μας; Να κατακεραυνώσω την «ανουσιότητα του να ζεις», όπως υπόσχεται ο τίτλος της παράστασης; Μέχρι τέλους δεν ξέρουμε ποτέ τι θα ακολουθήσει, ποιες είναι οι πραγματικές προθέσεις. «Είμαστε δύο φίλοι σ’ έναν καναπέ και μιλάμε. Το τίποτα. Καμία δράση. Ούτε καν μουσική. Τίποτα. Ούτε μια νότα. Τότε γιατί κρέμονται απ’ τα χείλη μας;» αναρωτιέται η ηθοποιός –εντός/εκτός ρόλου. Τα όρια της σχέσης μας την αφορούν πολύ: ακροβατεί με προσοχή και περιεργάζεται τις αντιδράσεις…
Ο σατιρικός αισθησιακός χορός του Γιάννη Κότσιφα που λικνίζεται γύρω-γύρω στο σαλόνι κάνοντας σαχλαμάρες είναι πράγματι απολαυστικός (όπως και η γενικότερη παρουσία-ερμηνεία του ηθοποιού). Οταν τελειώνει, κάθεται πάλι στον καναπέ και παραγγέλνουν πίτσα μαργαρίτα και Coca-Cola zero: «γιατί είμαι ηδονίστρια» συμπληρώνει η γυναίκα. Ο άνδρας μάς χαμογελάει πειρακτικά και κάνει μια χειρονομία με το χέρι σαν να λέει «άντε, πάει κι αυτό». Είναι πράγματι τολμηρό να προσπαθήσεις να αναπαραγάγεις την μπαναλιτέ των διαλόγων της καθημερινότητας στη σκηνή. Μπορεί άνετα να ξεχειλώσεις και να χαθείς. Οχι όμως η Κιτσοπούλου: σε αυτή την παράσταση επέδειξε παραδόξως εντυπωσιακή αίσθηση του μέτρου. Είχε ρυθμό, συνοχή, συνέπεια. Είχε ανατρεπτική διάθεση και αίσθηση του χιούμορ. Και, το κυριότερο, προσπάθησε να πει κάτι διαφορετικό, κάτι καινούργιο. Με τα πιο ταπεινά υλικά. Και το κατάφερε.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ