Τον καιρό αυτό διαπιστώνεται «κακοφωνία» σε κυβερνητικό επίπεδο. Τι ακριβώς φταίει; Για να απαντήσουμε στο ερώτημα θα πρέπει, νομίζω, να ανατρέξουμε στον εμφύλιο πόλεμο που εκδηλώθηκε ως διαμάχη αριστεράς – δεξιάς αν και υποκινήθηκε από τη σύγκρουση συμφερόντων Βρετανίας και Σοβιετικής Ένωσης.

Μετά την ήττα των αριστερών, σκοπός όλων των μεταπολεμικών κυβερνήσεων ήταν ο αποκλεισμός της Αριστεράς από την εξουσία με τις ευλογίες της «Δύσης». Οι εκλογικοί νόμοι της ενισχυμένης αναλογικής με υπερβολικά πρίμ για το πρώτο κόμμα οδηγούσαν, κυρίως μετά τη Μεταπολίτευση, σε αυτοδυναμία μονοκομματικών κυβερνήσεων και επομένως σε ασυδοσία του εκάστοτε κυβερνώντος από τα δύο κόμματα εξουσίας που, σε πολλά σημεία, είχαν βρεί τη μεταξύ τους ισορροπία συμφερόντων κατά την εκάστοτε εναλλαγή τους. Αυτή η μονοπώληση της διοίκησης ευνόησε τη λεηλασία των Ευρωπαϊκών ενισχύσεων και τη διαπλοκή, παραμέλησε όμως πλήρως επί τέσσερεις δεκαετίες τα πιό σοβαρά ζητήματα όπως το δημόσιο χρέος, την εκπαίδευση, την αυξανόμενη υπογεννητικότητα και το μεταναστευτικό.

Όσο μοιράζονταν χρήματα και ο κόσμος ευημερούσε ουδείς ασχολούνταν με αυτά. Με αφορμή όμως τα Μνημόνια, μεγάλη μερίδα του πληθυσμού συνειδητοποίησε ότι δεν έχει πλέον να ωφεληθεί σε προσωπική βάση από τα 2 μεγάλα κόμματα και προσκολλήθηκε σε σχηματισμούς που, ως συνήθως, έταζαν όσα ήθελε ο κόσμος να ακούσει προκειμένου να του υφαρπάσουν την ψήφο. ‘Ομως, ο μακροχρόνιος αποκλεισμός της παραδοσιακής Αριστεράς από κυβερνητικές θέσεις ευθύνης σε συνδυασμό με την επί δεκαετίες καταστολή της αλλά και με τη γενική απουσία κάθε είδους ουσιαστικού διαλόγου στην Ελληνική κοινωνία λόγω της επικρατούσας «κουλτούρας ρήξης» (άσπρο – μαύρο και καθόλου γκρι) είχαν τις ακόλουθες συνέπειες:

1. Πολλοί αριστεροί διατήρησαν το ανεκπλήρωτο όνειρό τους της εποχής του εμφυλίου χωρίς να λαμβάνουν υπόψη ότι σχεδόν τα πάντα έχουν από τότε αλλάξει. Επί πλέον, όταν η πατρίδα σου σε περιθωριοποιεί ως αριστερό τότε οι διεθνιστικές ιδέες μπορεί να σε προσελκύσουν ακόμη περισσότερο από τις προβαλλόμενες ως εθνικές αξίες. Κατέφυγαν λοιπόν στο λαϊκισμό ζητώντας δυναμικά όλο και περισσότερες παραχωρήσεις για τους πολλούς που όμως δεν είχαν σχέση ούτε με τις πραγματικές δυνατότητες της οικονομίας ούτε με επιβιωτικές ανάγκες του πληθυσμού αλλά με μοχλό κάποια κρατικά μονοπώλια πέτυχαν προνόμια που αποκτήθηκαν «με αγώνες… ταξικούς» βασισμένους στο δόγμα ότι η Αριστερά έχει πάντα δίκηο γιατί μόνο εκείνη εκφράζει το λαό! Για να κατασιγάσουν αυτές τις αντιδράσεις, οι μονοκομματικές κυβερνήσεις που είχαν πλαδαρέψει λόγω βολέματος, νεποτισμού και διαπλοκής, κατέφυγαν στην εύκολη και φθηνή (λόγω Ευρώ) λύση του δανεισμού.

2. Δεν δόθηκε σε στελέχη της Αριστεράς η ευκαιρία να αποκτήσουν πείρα διοίκησης παρά μόνο να κάνουν «αντίσταση» εναντίον ένός κράτος που τους απέκλειε . Επανέφεραν έτσι την ιστορική αντιπαλότητα «Τούρκου δυνάστη – ραγιά» στο προσκήνιο με τη μορφή «Κυβέρνησης – οπαδών της Αριστεράς», όπου κόμματα της αριστερής παράταξης συνέλεξαν πρόσφατα γενικώς διαμαρτυρόμενους οπαδούς, ασχέτως ιδεολογίας. Οποιαδήποτε δε ορθολογική τομή επιχειρήθηκε στο παρελθόν ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων και κάθετες αρνήσεις της Αριστεράς (και όχι μόνο) και έτσι τίποτε δεν κατορθώθηκε να διορθωθεί ριζικά. Γι αυτό όλα κατέληξαν σε πρόχειρα και αντικρουόμενα μπαλώματα άνευ προοπτικής που έκαναν την κατάσταση όλο και πιό περίπλοκη και όλο και πιό δύσκολο να διορθωθεί.

Δεν είναι τυχαίο ότι τα λίγα στελέχη της Αριστεράς που είχαν για κάποιο διάστημα αναλάβει στο παρελθόν κυβερνητικές θέσεις σε υπηρεσιακές κυρίως κυβερνήσεις ή θέσεις στην αυτοδιοίκηση θεωρούνται κατά κανόνα και ως τα πιό προσγειωμένα και σοβαρά. Τρανά παραδείγματα ορθολογικής προσαρμογής όσοι κατά καιρούς χρημάτισαν Επίτροποι ή ανώτερα στελέχη στην Κομισιόν. Αλλά η απειρία περί την διοίκηση των περισσοτέρων στελεχών διατηρεί μέσα τους και το πνεύμα της «αντίστασης» και οδηγεί κάποιους από τους σημερινούς κυβερνώντες σε πληθώρα αντιφατικών επιδιώξεων που οι περισσότερες δεν έχουν σχέση ούτε με υπεύθυνη διοίκηση ούτε με τη σημερινή πραγματικότητα αλλά πιό πολύ με την αντιστασιατική τους νοοτροπία. Αυτό προκαλεί συχνά ανεδαφικούς πειραματισμούς που στην εφαρμογή οδηγούνται σε τροποποίηση ή αναβολή και ενδεχομένως σε αυτοακύρωση.

Εδώ θα πρέπει να προστεθεί και η διαφορετική στάση που ακολουθούν μερίδες του πολιτικού κόσμου που πρόσκεινται άλλες προς τις ΗΠΑ, άλλες προς τη Γερμανία και άλλες προς τη Ρωσία, φαινόμενο που μπορεί να συντηρείται σε περισσότερα του ενός κόμματα αλλά φαίνεται ότι συμβαίνει εντονώτερα στον πολυσυλλεκτικό κυβερνώντα συνασπισμό και συμβάλλει με τη σειρά του στην ασυνεννοησία μεταξύ των στελεχών του. Αυτό όμως μπορεί να αποδειχτεί ιδιαίτερα επικίνδυνο.

Ποιός φταίει λοιπόν περισσότερο για τη σημερινή κυβερνητική κακοφωνία; Ασφαλώς τα δύο κόμματα που μας κυβέρνησαν επί τόσες δεκαετίες, κυρίως όμως οι εκλογικοί νόμοι τους που απέκλεισαν κυβερνήσεις συνεργασίας και δεν επέτρεψαν να υπάρξει εποικοδομητικός διάλογος και συμβιβασμοί, λιγότερες αυθαιρεσίες και διαπλοκές, πιό διάχυτη πατριωτική στάση όλων σε ό,τι αφορά τα εθνικά θέματα αλλά και περισσότερες ευκαιρίες στους αριστερούς να χειρισθούν θέσεις ευθύνης ώστε να αποκτήσουν καλύτερη επαφή με την πραγματικότητα.

Και έτσι σήμερα η κοινωνία μας πληρώνει, μεταξύ άλλων, και το κόστος της μαθητείας των κυβερνώντων αλλά δυστυχώς σε καιρούς πολύ χαλεπούς και για το λόγο αυτό και πολύ πιό επώδυνους.