Πρώτη φάση: Η προσφορά αυτοκτονίας της ΕΕ
Στην Ελλάδα, τουλάχιστον από τον Δεκέμβριο του 2014, εν αναμονή της νίκης του ΣΥΡΙΖΑ, όλοι οι οικονομικοί παράγοντες, από το μικρότερο νοικοκυριό ως τη μεγαλύτερη πολυεθνική, είχαν σε μεγάλο βαθμό παγώσει τις οικονομικές κινήσεις τους. Ως συνέπεια, υπήρξε τεχνητή κατάρρευση των φορολογικών εσόδων, πάγωμα επενδύσεων, έξοδος κεφαλαίων και αναστροφή της μικρής δυναμικής οικονομικής ανάπτυξης που είχε εμφανιστεί το τελευταίο τρίμηνο του 2014. Ετσι η διαφαινόμενη από τις ευρωεκλογές προοπτική νίκης της Αριστεράς οδήγησε σε δυσμενέστερες του αναμενομένου δημοσιονομικές και οικονομικές επιδόσεις. Εάν συνεπώς τον Φεβρουάριο ακολουθούνταν, όπως απαίτησε η γερμανική κυβέρνηση, οι συμφωνημένες διαδικασίες –η «τήρηση των κανόνων» -, η αξιολόγηση της τρόικας ή των θεσμών θα έδιδε μια ιδιαίτερα δυσμενή, ακραία στατική και, σε μεγάλο βαθμό, ψευδή εικόνα των δημοσιονομικών και οικονομικών μεγεθών. Συνέπεια; Η νέα κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα υποχρεωνόταν όχι μόνο να μην ακολουθήσει, έστω και κατ’ ελάχιστον, την πολιτική που υποσχέθηκε προεκλογικά αλλά ούτε καν εκείνη της κυβέρνησης ΝΔ – ΠαΣοΚ. Τι πολιτική θα ακολουθούσε αν δεχόταν την επέκταση του προηγούμενου προγράμματος; Μια πολιτική περισσότερο περιοριστική και με ισχυρότερη δόση λιτότητας από εκείνη της ΝΔ – ΠαΣοΚ!
Οι Γερμανοί πρότειναν στην ελληνική κυβέρνηση να αυτοκτονήσει πολιτικά. Τόσο απλά! Ο ΣΥΡΙΖΑ αρνήθηκε αυτή την προσφορά. Επραξε άριστα.
ΣΥΡΙΖΑ: Οι τρεις πυλώνες μιας σωστής στρατηγικής
Η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε έναν σωστό διάδρομο διαπραγμάτευσης. Ο πρώτος κεντρικός πυλώνας της στρατηγικής της φέρει ένα όνομα: μετριοπάθεια. Ο στόχος απομείωσης του χρέους, μέσω διαγραφής, εγκαταλείφθηκε, έστω προσωρινά, ταυτόχρονα με την έναρξη των διαπραγματεύσεων. Αυτό που –τελικά –ζήτησε ο ΣΥΡΙΖΑ, ήδη από τις πρώτες ημέρες του Φεβρουαρίου, ήταν μια ήπια και ελεγχόμενη μετάβαση από το καθεστώς της τρόικας και της λιτότητας σε ένα καθεστώς λελογισμένης «αυτονομίας» και λελογισμένης επεκτατικής πολιτικής. Η προτεινόμενη στροφή ήταν εξαιρετικά συνετή. Με κριτήριο δε τις προεκλογικές υποσχέσεις, η γραμμή διαπραγμάτευσης του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα μπορούσε να είναι πιο μετριοπαθής.
Ο δεύτερος πυλώνας του στρατηγικού προσανατολισμού του ΣΥΡΙΖΑ φέρει το όνομα «αποφασιστικότητα». Iσχυρό συνοδευτικό στοιχείο του πυλώνα «αποφασιστικότητα», στοιχείο ιδιαίτερα εμφανές όλες τις φορές –και ήταν πολλές –που «κόλλησαν» οι διαπραγματεύσεις, ήταν η καλλιέργεια ασάφειας ως προς τον τελικό στόχο. Η διατύπωση του Eυκλείδη Τσακαλώτου είναι χαρακτηριστική: «Δημιουργούμε ασάφεια στους εταίρους μας για τις προθέσεις μας σκοπίμως. Αλλιώς δεν διαπραγματεύεσαι. Η ρήξη; Είναι ένα ενδεχόμενο!». Μετριοπάθεια + Αποφασιστικότητα + Ασάφεια ως προς τον τελικό στόχο (ρήξη ή όχι): αυτό είναι το τρίπτυχο που περιγράφει τον στρατηγικό προσανατολισμό της ελληνικής κυβέρνησης.
Στην ουσία, στη διάσταση «αποφασιστικότητα» εντοπίζεται η μεγάλη διαφορά που διακρίνει την παρούσα διαπραγμάτευση από εκείνες του παρελθόντος. Στο παρελθόν, ιδιαίτερα κατά την περίοδο 2010-2012, ήταν η ευρωπαϊκή πλευρά (κυρίως η Γερμανία) που καλλιεργούσε την ασάφεια –και το ψυχόδραμα –ως προς το ενδεχόμενο ρήξης. Σήμερα η ελληνική κυβέρνηση υλοποιεί τη γερμανική στρατηγική. Πληρώνει δηλαδή με το ίδιο, το δικό τους, νόμισμα τους ευρωπαίους εταίρους. Φυσικά, και σήμερα όπως και τότε, η στρατηγική της αβεβαιότητας ως προς τη «ρήξη» κάνει μέγιστο κακό στην ελληνική οικονομία, καθώς αυξάνει την υφεσιακή δυναμική. Με όρους όμως αυστηρά διαπραγματευτικούς, και ανεξαρτήτως των αρνητικών οικονομικών επιπτώσεων, η εν εξελίξει διαπραγμάτευση χαρακτηρίζεται από το γεγονός ότι και οι δύο παίκτες αμφιβάλλουν ως προς το «μέχρι πού» μπορεί να φθάσει το άλλο μέρος. Οι δε Ευρωπαίοι αμφιβάλλουν περισσότερο από όσο οι Ελληνες! Στο παρελθόν μόνο η ελληνική κυβέρνηση αμφέβαλλε, κάτι που επέτρεπε στην πλευρά της τρόικας να διαχειρίζεται μονομερώς την απειλή ή τον εκβιασμό.

ΣΥΡΙΖΑ: Η (ακραία) επικίνδυνη έλλειψη επαγγελματισμού
Το έξοχο στρατηγικό τρίπτυχο Μετριοπάθεια + Αποφασιστικότητα + Ασάφεια ως προς τον τελικό στόχο υπονομεύθηκε καταλυτικά από την απουσία επαγγελματισμού της κυβέρνησης. Οι έλληνες διαπραγματευτές δεν προδόθηκαν μόνο από την έλλειψη κυβερνητικής εμπειρίας, κάτι αναμενόμενο. Δύο επιπλέον παράγοντες ερμηνεύουν την έλλειψη επαγγελματισμού: α) Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης δεν ήταν επαρκώς προετοιμασμένο, με σαφείς στόχους, στοιχεία και αριθμούς, για τη διαχείριση της οικονομίας, β) Ο επιτελικός πυρήνας (πολιτικά στελέχη και οικονομολόγοι) δεν γνώριζε επαρκώς (είτε λόγω παιδείας είτε λόγω στενά αγγλοσαξονικής κουλτούρας) ούτε τον τρόπο λειτουργίας των ευρωπαϊκών θεσμών ούτε την κουλτούρα σημαντικών ευρωπαϊκών χωρών. Τα προηγούμενα αποτελούν πιο σημαντικούς αιτιακούς παράγοντες από την απουσία κυβερνητικής εμπειρίας. Η ταχύτατη διάψευση τόσο των αφελών θεωριών περί συμμαχίας του Νότου όσο και της αρχικής υπεραισιόδοξης προσέγγισης της διαπραγμάτευσης εξηγούνται από το κρίσιμο έλλειμμα κατανόησης στην ανάγνωση του ευρωπαϊκού γίγνεσθαι.
Ως συνέπεια, η διαπραγματευτική ομάδα δεν μπόρεσε, όχι μόνο γιατί χρησιμοποιούσε άλλη ιδεολογική γραμματική από εκείνη των Ευρωπαίων, να μετατρέψει τη σωστή στρατηγική σε λιτή στοχοθεσία και σε επί μέρους, ιεραρχημένα και εύκολα υποστηρίξιμα αιτήματα, δηλαδή σε διαπραγματευτικά κλειδιά. Το στυλ Βαρουφάκη μπορεί να μπέρδεψε πολλούς, όχι όμως τους «επαγγελματίες» των θεσμών που εκμεταλλεύθηκαν τον ερασιτεχνισμό των Ελλήνων για να τον στρέψουν εναντίον τους.
Αποτίμηση: Και τώρα τι;
1. Είναι θεμελιωδώς απλοϊκή η άποψη που θεωρεί ότι η αποτελεσματικότητα ενός διαπραγματευτή είναι ευθέως ανάλογη με την τεχνοκρατική επάρκεια που διαθέτει. Αντιθέτως, έχει πολλαπλώς τεκμηριωθεί ότι, συχνά, η απουσία επιδεξιότητας, ορθολογισμού και γνώσης συνιστούν, όσο και αν ακούγεται παράδοξο, διαπραγματευτικό πλεονέκτημα, διότι φοβίζουν και αποσυντονίζουν το αντίπαλο μέρος (T. C. Schelling, The Strategy of Conflict, σελ. 19). Παραδόξως λοιπόν –ακριβέστερα: καθόλου παραδόξως –ο ερασιτεχνισμός της ελληνικής πλευράς ενίσχυσε προσωρινά, ως προς κάποιες όψεις, τη διαπραγματευτική της ικανότητα διότι δημιούργησε κρίσιμη αβεβαιότητα ως προς τη βούληση και τη στόχευση των ελλήνων διαπραγματευτών! Συγχρόνως όμως αυτός ο ερασιτεχνισμός δημιούργησε εικόνα μη σοβαρότητας, υπέσκαψε σε βάθος την εμπιστοσύνη αλλά και τα στηρίγματα του ΣΥΡΙΖΑ στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη και σε ένα τμήμα των ευρωπαϊκών ελίτ.
2. Η μη ευελιξία των ευρωπαϊκών θεσμών ήταν γνωστή. Οπως ήταν εξίσου γνωστό ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα όφειλε με επιδέξιες και αποφασιστικές κινήσεις να διευρύνει έναν πολύ περιοριστικό διάδρομο δράσης. Η προετοιμασία και οι χειρισμοί διευκόλυναν ή δυσχέραναν την επίτευξη του ως άνω στόχου; Αυτό είναι το πραγματικό ερώτημα σε ό,τι αφορά την αποτελεσματικότητα της κυβέρνησης. Η γνώμη μου είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ –με βάση την ορθότητα των τριών πυλώνων του διαπραγματευτικού του προσανατολισμού –θα μπορούσε να έχει επιτύχει μια γρήγορη, καλή και ευρεία συμφωνία και να μην παλεύει σήμερα, με την πλάτη στον τοίχο, για ρευστότητα. Ο κρίσιμος λόγος που αυτό δεν έγινε είναι, πέραν του αλαλούμ της ερασιτεχνικής υλοποίησης της διαπραγματευτικής του στρατηγικής, κάτι πολύ βαθύ και ανησυχητικό: το έλλειμμα τεκμηριωμένης οικονομικής στρατηγικής.
3. Η επεκτατική λιτότητα (P. Krugman) παραμένει το δόγμα των ευρωπαίων εταίρων και μικρονοϊκοί εκλογικοί υπολογισμοί ευρωπαϊκών κυβερνήσεων ποντάρουν στην ήττα του ΣΥΡΙΖΑ. Υπάρχουν ωστόσο χώρες και θεσμικές δυνάμεις διατεθειμένες να στηρίξουν έναν σοβαρό συμβιβασμό. Η δε Γερμανία, μετά την προκλητικά χοντροκομμένη αρχική της στάση, έλαβε τα μηνύματα και είναι σήμερα εμφανώς πιο μετριοπαθής από όσο πολλοί νομίζουν. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που κινήθηκε και κινείται πάνω σε μιαν άκρως λεπτή γραμμή, δοκιμάζοντας τα όρια της Ευρώπης αλλά και τα όρια της δικής του στρατηγικής, δεν έχει χάσει τον πόλεμο. Ενας σοβαρός και καλύτερα προετοιμασμένος ΣΥΡΙΖΑ έχει –ακόμη –περιθώρια για να επιτύχει τους βασικούς στόχους του. Δεν έχει όμως, όχι πλέον, το περιθώριο να βάζει τρικλοποδιές στον εαυτό του.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ