Αλλως πως: το λίγο και το πολύ, το λειψό και το ολόκληρο, αυτό που δεν φτάνει κι εκείνο που περισσεύει. Παράδειγμα: η οργανική ένταξη της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση και στο νομισματικό της σύστημα, που πέρασε από πολλά κύματα, και τώρα κινδυνεύει να ναυαγήσει. Ισως επειδή δεν συνυπολογίστηκε εγκαίρως το ιδρυτικό της έλλειμμα, ως αναφαίρετο συστατικό στοιχείο της, αποτρέποντας τόσο τον αστόχαστο εξωραϊσμό της όσο και τη σκόπιμη υπονόμευσή της.
Αλλο λοξό παράδειγμα: στο διήμερο Τρίτη – Τετάρτη της περασμένης βδομάδας συνέπεσαν δυο παράταιρα γενέθλια: τη μια μέρα συμπληρώθηκε η τεσσαρακοστή όγδοη επέτειος της επτάχρονης χούντας, που κόντεψε κάποιους να μας ξεκάνει, και την επαύριο συμπληρώθηκαν ογδόντα έξι χρόνια μιας ολόκληρης ζωής που επιμένει, συμβιώνοντας με το έλλειμμα και το περίσσεμά της, μαθητεύοντας στη γλώσσα της ποίησης.
Μου έρχονται στον νου προσώρας δύο υποδείγματα, όπου οι δύο επίμαχοι όροι συμβάλλονται. Το ένα περνά από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια με φορέα τον Ηφαιστο, ο οποίος εμφανίζεται άμεσα στο προηγούμενο έπος και έμμεσα στο επόμενο. Το δεύτερο αναγνωρίζεται στην πρόσφατη, ώριμη ποιητική συλλογή της Ζέφης Δαράκη. Επιγράφεται «Η σπηλιά και τα Βεγγαλικά», κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο της περασμένης χρονιάς στις εκδόσεις Νεφέλη, και συνταιριάζει καλά το έλλειμμα με το περίσσεμά της, τόσο στις βιωματικές όσο και στις υφολογικές επιλογές της.
Προς το παρόν επιμένω στα δύο ομηρικά υποδείγματα, όπου ο Ηφαιστος (μάλλον εκ γενετής κουτσός, εμφανώς στην Ιλιάδα και αφανώς στην Οδύσσεια) αναδεικνύεται καλλιτέχνης ολκής, δουλεύοντας κυρίως με τον χαλκό: Στη δέκατη όγδοη ιλιαδική ραψωδία διαπρέπει ως κατασκευαστής μιας δεύτερης, περίτεχνης πανοπλίας του Αχιλλέα, σε αντικατάσταση εκείνης που είχε περιέλθει ενδιαμέσως στην κυριότητα του Εκτορα. Η οποία εύστοχα θεωρήθηκε ότι με τις ανάγλυφες πολλαπλές παραστάσεις της συμβολίζει τον ποιητικό κόσμο της Ιλιάδας.
Χωλός ο Ηφαιστος (υποχείριος γιος της Ηρας και ανεπιθύμητος γόνος του Δία) κάνει την πρώτη εμφάνισή του στο δεύτερο μέρος της πρώτης ιλιαδικής ραψωδίας. Παρεμβαίνοντας στη σύνοδο των ολυμπίων θεών, για να κατευνάσει την έξαψη της μάνας του, που διαμαρτύρεται για την ύποπτη υποδοχή της Θέτιδας από τον Δία. Συνιστά ψυχραιμία, θυμίζοντας ένα δικό του προηγούμενο κάζο. Οταν ο ίδιος τόλμησε κάποτε να αντιμιλήσει στον πατέρα του και το πλήρωσε ακριβά: τον έπιασε, λέει, ο Δίας από το πόδι και τον εκσφενδόνισε στο χάος∙ μια μέρα ολόκληρη βρέθηκε ξεκρέμαστος, ωσότου ξέπνοος βούλιαξε στα νερά της Λήμνου, όπου τον περιμάζεψαν φιλόξενοι οι Σίντιες.
Χαλάρωσε έτσι με τη διήγησή του την ατμόσφαιρα ο Ηφαιστος, οπότε πήρε να κερνά στους ολύμπιους θεούς νέκταρ σε κούπες χρυσές. Σέρνοντας όμως το κουτσό ποδάρι του, προκάλεσε «άσβεστο» γέλιο στους συνδαιτυμόνες. Στο μεταξύ το θείο γλέντι φούντωσε: με τον Απόλλωνα να παίζει την κιθάρα του, να τραγουδούν ωραία οι Μούσες, ωσότου αργά έπεσε το σκοτάδι. Οπότε κι οι θεοί, ένας μετά τον άλλον, αποτραβήχτηκαν για ύπνο, καθένας στο δικό του δώμα –περίτεχνα χτισμένο από τον Ηφαιστο, λέει το κείμενο. Μια άλλη όψη αυτή του χωλού θεού, στα όριο του κλόουν, συνταιριάζοντας το έλλειμμα της φύσης με το περίσσεμα της τέχνης του.
Λίγος ο χώρος που απόμεινε για την έμμεση παρουσία του Ηφαιστου στην Οδύσσεια. Ενσωματωμένη στη διήγηση του Δημοδόκου, επίσημου αοιδού στο παλάτι του Αλκίνοου και στην πόλη των Φαιάκων, αλλά με απόφαση των Μουσών τυφλού. Γιατί αυτός ήταν ο απαράβατος όρος τους, όταν του χάρισαν την τέχνη του αοιδού. Τώρα στην πλήθουσα αγορά, μπροστά στον αδιάγνωστο ακόμη Οδυσσέα, πήρε να διηγείται το φιάσκο μιας κατάφωρης μοιχείας, στην οποία εμπλέκεται, ως απατημένος σύζυγος, ο Ηφαιστος. Αντιγράφω σε μετάφραση την αρχή της, με μικρές αλλαγές και δηλωμένες παραλείψεις:
«Και να ο Δημόδοκος έκρουσε στην κιθάρα του ένα ωραίο τραγούδι / για την αγάπη του Αρη με την πανέμορφη Αφροδίτη. / Το πώς κρυφά, πρώτη φορά, μέσα στο ίδιο το παλάτι του Ηφαιστου, / έσμιξαν μεταξύ τους […] Δεν άργησε όμως κι έφτασε ο Ηλιος, φίλος έμπιστος, / που του φανέρωσε το πώς τους είδε αγκαλιασμένους / στον παράνομο έρωτα. // Τότε λοιπόν το νέο ακούγοντας, ο απατημένος Ηφαιστος δαγκώθηκε: / στο εργαστήρι του τραβήχτηκε, όπου τα μέταλλα δουλεύει, / κι εκεί ο νους του μελετούσε την εκδίκησή του. / Στήνει στον ξύλινο άκμονα αμόνι και πήρε να χτυπά / άρρηκτα κι άλυτα δεσμά, που να τους παγιδέψουν./ Κι όταν ετοίμασε το δόλιο έργο του, γλίστρησε χολωμένος / στον μολυσμένο θάλαμο. / Και περιπλέκει το κρεβάτι με τα δίχτυα του − λεπτότατα, να πέφτουν σαν αόρατες αράχνες».
Η συνέχεια επί της οθόνης.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ