Την περασμένη Τρίτη (21.4.2015) η Ακαδημία Αθηνών υποδέχθηκε ως Ξένο Εταίρο τον κ. Richard Hunter, Regius Professor της Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Ο καθηγητής R. Hunter είναι ένας από τους διασημότερους και πολυγραφότατους κλασικιστές των ημερών μας και δεν είναι λίγοι οι έλληνες μεταπτυχιακοί φοιτητές που μαθήτευσαν ή μαθητεύουν δίπλα του. Το έργο του παρουσίασε λιτά και συγκροτημένα ο ακαδημαϊκός κ. Θεόδωρος Παπαγγελής. Τίτλος της ομιλίας του τιμωμένου «Η έννοια του κλασικού στην κλασική Αρχαιότητα», θέμα ιδιαιτέρως ελκυστικό, και είναι κρίμα που έλληνες ομότεχνοί του ή και φοιτητές δεν βρήκαν τον χρόνο να τον ακούσουν.
Ο καθηγητής Hunter αναφέρθηκε στην ελληνική παιδεία και στα κλασικά γράμματα με δύο τρόπους: πρώτον, μιλώντας ελληνικά, επεσήμανε (με φλέγμα βρετανικό!) ότι ύστερα και από τις τελευταίες «αντιμεταρρυθμίσεις» του υπουργείου η Παιδεία μας και ειδικότερα το Πανεπιστήμιο επιστρέφει στην πατροπαράδοτη εσωστρέφεια. Θα επανέλθουμε στο σημείο αυτό καθώς ο καθηγητής Hunter ήταν, μόλις πριν από λίγο, πρόεδρος στο Συμβούλιο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Στη συνέχεια ανέπτυξε με τρόπο απλό και γοητευτικό το θέμα του: οι βασικές έννοιες του κλασικού, το κάλλος, λ.χ., το υψηλό, η αρετή κ.ά., όπως επίσης και η συνεχής προσφυγή στα μεγάλα καλλιτεχνήματα του παρελθόντος, επηρέαζαν την καθημερινή ζωή των ανθρώπων ήδη από τα χρόνια του Θουκυδίδη και του Πλάτωνα και από εκεί κάτω ως την Αυτοκρατορική Εποχή. Το σημαντικότερο: οι αξίες αυτές (πολιτικές, ηθικές, καλλιτεχνικές κ.τ.λ.) καθορίζουν, αιώνες τώρα, τον πολιτισμό μας, την ίδια την καθημερινότητά μας, αφού το «κλασικό» δεν συνιστά κάτι το αφηρημένο και μεταφυσικό.
Οταν, λ.χ., ο Περικλής διατύπωνε στον Επιτάφιο ότι «αγαπούμε το ωραίο αλλά μένουμε απλοί, φιλοσοφούμε χωρίς να είμαστε νωθροί» ή «τον πλούτο μας τον έχουμε για να τον χρησιμοποιούμε σε έργα και όχι για να επαιρόμαστε», καθόριζε την ποιότητα, το ήθος μιας κοινωνικής και πολιτικής συμπεριφοράς, πρακτικής και συνάμα ιδανικής. Προέβαλλε ένα σαφές, απτό μοντέλο βίου για τους συγχρόνους του και, σε τελευταία ανάλυση, για τους επιγενόμενους. Από την άλλη, το κύριο όραμα των «ισόθεων συγγραφέων» του παρελθόντος, γράφει ο «Λογγίνος» στο Περί Υψους (πιθανώς 1ος αι. μ.Χ.), ήταν «η συναίσθησή [τους] ότι ο άνθρωπος δεν είναι από τη φύση του ον ταπεινό και ασήμαντο! Η φύση μας οδήγησε στη ζωή και στον σύμπαντα κόσμο σαν σε γιορταστική συγκέντρωση, για να παρακολουθήσουμε ως θεατές τα επιτεύγματά της και να αγωνιούμε κι εμείς με ζήλο για διάκριση. Φύτεψε λοιπόν βαθιά μες στις ψυχές μας έρωτα ακαταμάχητο για κάθε τι που είναι πάντοτε μεγάλο και θεϊκότερο από μας. Γι’ αυτό άλλωστε το σύμπαν ολόκληρο δεν επαρκεί για τις θεωρητικές αναζητήσεις και στοχασμούς που αποτολμά ο ανθρώπινος νους» (μετάφραση Μ. Ζ. Κοπιδάκης).
Αυτός ο ακαταμάχητος έρωτας του θνητού όντος για πρόοδο και εξέλιξη συνιστά σε τελευταία ανάλυση (θα προσέθετα εγώ) την έννοια του «κλασικού» καθώς η ανθρώπινη φύση συνδυάζει και προβάλλει εν ταυτώ το ταπεινό, εφήμερο «νυν» πλάι στο αναλλοίωτο «αεί». Είναι αξιοθαύμαστο ότι αυτή η παμπάλαια και πολυποίκιλη στις εκφάνσεις της έννοια του ελληνικού «κλασικού», δηλαδή ο «έρωτας» του θνητού, πλην υπερήφανου ανθρώπινου όντος για τη «διάκρισή» του στο παρόν και τη «μνημείωσή» του στο μέλλον, γίνεται, σε επίπεδο πλέον μεταφυσικό, η χριστιανική αναζήτηση του γήινου «νυν» εντός του θεϊκού «αεί» και αντιστρόφως. Υπό αυτή την έννοια το Αξιον Εστί του Ελύτη συνιστά μια άλλη νεωτερική προβολή και θεωρία του «κλασικού».
Προφανώς η διάλεξη του καθηγητή Hunter προέβαλε και ερμήνευσε πολλές και θαυμαστές απόψεις των ελλήνων κλασικών και μετακλασικών συγγραφέων όσον αφορά την έννοια του «κλασικού». Η ιδέα που υποστήριξε ο ομιλητής είναι απλή: ο πολιτισμός μας, ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, ορίζεται από τις αρχές του «κλασικού» που αυτό καθαυτό συνιστά παραμυθίαν και εν ταυτώ προτροπή σε ανάταση του φθαρτού ανθρώπου. Οπως δείχνουν τα αριστουργήματα της ελληνικής τέχνης και λογοτεχνίας, το φθαρτό της καθημερινότητας του βίου εξισορροπείται – και με το παραπάνω –από την καθημερινή πλην υπερχρονική δημιουργία.
Μας έδωσε λοιπόν ο καθηγητής Hunter ένα γενναίο και παραμυθητικό μάθημα αναφερόμενος στη σχέση θανάτου και δημιουργίας, αλλά υπαινίχθηκε επίσης, στο πρώτο μέρος του λόγου του, πως το ελληνικό Πανεπιστήμιο και γενικότερα η ελληνική Παιδεία δεν μπορεί ούτε τα κλασικά γράμματα να απεμπολήσει ούτε να επιστρέψει σε μια κατάσταση εσωστρέφειας και αναξιοκρατίας. Ενδεχομένως ο θεσμός των Συμβουλίων στα πανεπιστήμια να μην είχε σωστά σχεδιασθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να καταργηθεί. Η συνύπαρξη ελλήνων και ξένων επιστημόνων, με διεθνή αναγνώριση και διοικητική πείρα, στα Συμβούλια των πανεπιστημίων μας θα μπορούσε να εξαλείψει τον επαρχιωτισμό, τον παραγοντισμό και την αναξιοκρατία που πρεσβεύουν γνωστοί «προοδευτικοί» πρώην πρυτάνεις και λοιποί στενόμυαλοι. Ο καθηγητής R. Hunter από ευγένεια δεν έκρινε ανοικτά τα πολιτικά και εκπαιδευτικά μας πράγματα, όμως με όσα σχετικά υπαινίχθηκε φαινόταν να αντιλαμβάνεται πολύ καλά αυτά που και εμείς οι γηγενείς καταλαβαίνουμε: πως η επιστροφή στο παλιομοδίτικο, κομματικοποιημένο Πανεπιστήμιο, στην εξουσία των κουκουλοφόρων καταληψιών, στην αριστερίστικη και υστερική νοοτροπία κ.τ.λ. μας οδηγεί όχι μόνο στην οικονομική καταστροφή αλλά και στην πλήρη παραμόρφωση της Παιδείας μας. Στην αλλοίωση του πολιτισμού μας και του προσώπου μας.
Ο κ. Γιώργης Γιατρομανωλάκης είναι καθηγητής Κλασικής Φιλολογίας και συγγραφέας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ