Οι αντιφατικές πληροφορίες που εκπέμπονται, για την πορεία των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στην ελληνική κυβέρνηση και τους εκπρόσωπους των δανειστών, προδιαγράφουν την παράταση της αβεβαιότητας και μετά το σημερινό Eurogroup. Μπορεί η συνάντηση Τσίπρα- Μέρκελ να χαρακτηρίστηκε εποικοδομητική, αλλά ταυτόχρονα επισημαινόταν ότι υπάρχουν αρκετά σημεία στα οποία δεν υπάρχει ακόμα σύγκλιση απόψεων.

Μια αξιοσημείωτη ένδειξη των προβλημάτων που υπάρχουν είναι η αποκάλυψη ότι οι εκπρόσωποι των δανειστών προχωρούν σε μεταξύ τους συναντήσεις, για να συζητήσουν την πορεία και την προοπτική των διαπραγματεύσεων, χωρίς την παρουσία της ελληνικής πλευράς. Τόσο στην Ουάσιγκτον στο παρασκήνιο του ΔΝΤ, όσο και στη Ρίγα πριν το Eurogroup υπήρξαν συζητήσεις και επαφές με απόντες τους έλληνες εκπροσώπους.

Η αισιόδοξη ερμηνεία που δίνει το υπουργείο Οικονομικών, είναι ότι οι συναντήσεις αυτές γίνονται για να γεφυρώσουν οι δανειστές τις μεταξύ τους διαφορές. Μένει να αποδειχθεί ποιες διαφορές έχουν μεγαλύτερη σημασία: των δανειστών ή μεταξύ της ελληνικής πλευράς και αυτών.

Το δεδομένο είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση εμφανίζεται τώρα να επείγεται για το κλείσιμο της συμφωνίας, αφού το πρόβλημα ρευστότητας έχει γίνει πλέον ασφυκτικό. Είναι δεδομένο επίσης ότι χάθηκαν δύο μήνες στη διαπραγμάτευση με σημαντική δική μας ευθύνη, καθώς τα αρμόδια κυβερνητικά στελέχη υπερτόνιζαν τη σημασία της πολιτικής διαπραγμάτευσης, αγνοώντας ή αδιαφορώντας για τις οικονομικές και τεχνικές λεπτομέρειες.
Είναι σίγουρο επίσης ότι όσο παρατείνονται οι διαπραγματεύσεις, ο χρόνος που χάνεται δημιουργεί πολύ μεγαλύτερες πιέσεις στην ελληνική οικονομία, από ότι στους δανειστές μας. Οι συνθήκες χρηματοδοτικής ασφυξίας δεν επιδεινώνουν μόνο τα ήδη μεγάλα προβλήματα και στο δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα, αλλά αδυνατίζουν και τη διαπραγματευτική μας θέση. Είτε βολεύει την κυβέρνηση είτε όχι ,πρέπει να αποφασίσει, πριν φτάσουμε σε οριακές καταστάσεις, ότι δεν υπάρχει άλλη λύση στο χρηματοδοτικό πρόβλημα της χώρας, πέρα από μια συμφωνία με την Ευρώπη.

ΤΟ ΒΗΜΑ