Αρχικά σκέφτηκα ότι παράκουσα. Κάτι άλλο ήταν. Τη δεύτερη φορά υπέθεσα ότι κάποιος γείτονας παρακολουθούσε στη διαπασών το «Κυριακή στο χωριό». Ο ήχος, όμως, ήταν πολύ φυσικός για να είναι τηλεοπτικός. Την τρίτη φορά άρχισα να φοβάμαι πως έχω παραισθήσεις. Πως αν κάποιοι στον δρόμο προς την παράνοια ακούνε φωνές, εγώ ακούω κακαρίσματα. Γιατί κόκορας με είχε αφυπνίσει, προφταίνοντας το ξυπνητήρι μου. Κόκορας σε μια πυκνοκατοικημένη γειτονιά της Αθήνας; Αποκλείεται, σκέφτηκα, και άλλαξα πλευρό, για να πεταχτώ επάνω με ένα νέο, ουρανόμηκες «κοκορίκο». Και άλλοι γείτονες είχαν, εκείνο το πρωινό, μεταφερθεί νοερά στα χωριά τους με τη Συναυλία αρ. 1 για σόλο πετεινό, που αντηχούσε στους διαδρόμους της πολυκατοικίας μας –η οποία γρήγορα απέκτησε και χορωδία πουλάδων. Τον λειράτο σολίστ τις επόμενες ημέρες πλαισίωναν με τα κακαρίσματά τους και μερικές κοτούλες, επιβεβαιώνοντας ότι πράγματι ο ένοικος του διαμερίσματος τάδε είχε μετατρέψει το δυάρι του σε κοτέτσι, στο οποίο φιλοξενούσε τον Ανέστη (έτσι τον βάφτισα λόγω Πάσχα) και το χαρέμι του.
Ορισμένοι προσπαθήσαμε να δούμε τη θετική πλευρά: οραματιστήκαμε μια αυτοδιοικούμενη πολυκατοικία-πρότυπο, απάντηση στην οικονομική κρίση, με το δικό της κοτέτσι και με τον δικό της λαχανόκηπο στην ταράτσα. Οι υπόλοιποι, που ήταν οι περισσότεροι, και που όπως κατάλαβα από κάτι μισές κουβέντες μάς θεωρούσαν τρελούς, έκαναν λόγο για τις αρρώστιες που θα έφερναν οι κότες και προφήτευαν ένα μέλλον που παρέπεμπε στους «Walking Dead», το σίριαλ που διαδραματίζεται σε έναν ρημαγμένο πλανήτη Γη με κατοίκους ζόμπι. Κάπως έτσι περιέγραφαν την πολυκατοικία μας αν δεν στέλναμε τον Ανέστη πίσω στο χωριό: σαν νεκροζώντανοι θα γυρίζαμε μέσα σε δωμάτια γεμάτα κουτσουλιές και φτερά, έχοντας κολλήσει ψώρα, έχοντας γεμίσει ψείρες και τσιμπούρια, παθαίνοντας διφθερίτιδα και χολέρα. «Για να το αποφύγουμε θα πρέπει τις άρρωστες κότες να τις σφάζουμε και να τις θάβουμε μαζί με άσβεστο ασβέστη» είπε η κυρία Σουλίδου που στας Σέρρας από όπου καταγόταν είχε κοτέτσι και ήξερε. Αυτό το γκραν γκινιόλ υπερίσχυε της ανάγκης μας για επιστροφή στη φύση. Συστήσαμε Επιτροπή Διερεύνησης και Διαχείρισης κρίσεων με κότες και άλλα οικόσιτα, και χτυπήσαμε την πόρτα του γείτονα με το ορνιθοτροφείο. Αφού μας προσέφερε από ένα κόκκινο αβγό (δικής του παραγωγής), μας διαβεβαίωσε ότι η κατάσταση είναι προσωρινή. Σύντομα σολίστ και χορωδία θα επέστρεφαν στο ολοκαίνουργιο κοτέτσι που τους έφτιαχναν. Δεκαπέντε ημέρες όλες κι όλες πέρασαν ο Ανέστης και τα κορίτσια του στην πολυκατοικία μας, επιμένοντας κάθε πρωί με τα κακαρίσματά τους να υποδέχονται τον ήλιο που ποτέ δεν φτάνει στα σπίτια μας και φέροντας αίσθηση εξοχής (και μια δυσάρεστη, είναι η αλήθεια, μυρωδιά κοτίλας) στην τσιμενταρισμένη πραγματικότητά μας. Δεκαπέντε ημέρες, που ήταν αρκετές, όταν κατακάθησε εντός μου η δυσαρέσκεια του «ποιος τρελός έφερε έναν κόκορα στην πολυκατοικία;», για να μου θυμίσουν διακοπές στο χωριό, τότε ακόμη που παππούδες και γιαγιάδες ελάχιστα ψώνιζαν, τα περισσότερα τα παρήγαγαν. Την ημέρα που σταμάτησα να τον ακούω, μπορώ να πω ότι στενoχωρήθηκα. Τον φαντάστηκα τρομαγμένο στο αυτοκίνητο που τον μετέφερε μακριά, έπειτα ανάσκελα στο τραπέζι περιτριγυρισμένο από μακαρόνια. Εδιωξα γρήγορα την άσχημη εικόνα και φαντάστηκα εμένα στο δικό μου «μικρό σπίτι στο λιβάδι», με τον κήπο μου και με τις κοτούλες μου που δεν θα τις έσφαζα, εννοείται, ποτέ –όνειρο που είχα από παιδί. Χθες το πρωί το διαδικτυακό ξυπνητήρι του τηλεφώνου μου μού έστειλε ειδοποίηση σύμφωνα με την οποία τώρα διαθέτει και «νέους δωρεάν ήχους για ένα ακόμη πιο ευχάριστο ξύπνημα». Πρώτο πρώτο είχε το «ξημέρωμα στο χωριό», με έναν ηλεκτρονικό Ανέστη να τα δίνει όλα. Εικονική πραγματικότητα, για τα παιδιά της πόλης. Δεν γίνεται αλλιώς.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 19 Απριλίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ