Το Βήμα, The New York Times

Η Αμερική ακόμη δεν έχει συνέλθει από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης του 2008. Ωστόσο, μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα, ότι έχουμε καλύψει κάποιο έδαφος. Δεν μπορούμε να πούμε το ίδιο για την ευρωζώνη, όπου το πραγματικό κατά κεφαλήν ΑΕΠ είναι χαμηλότερο από ό,τι ήταν το 2007 και 10% χαμηλότερο από όσο θα έπρεπε να είναι σήμερα. Αυτό είναι χειρότερο από τις επιδόσεις της Ευρώπης τη δεκαετία του 1930. Γιατί η Ευρώπη τα έχει πάει τόσο άσχημα;
Τις τελευταίες εβδομάδες έχω πέσει επάνω σε ομιλίες και άρθρα που υποστηρίζουν ότι το πρόβλημα είναι η μη επάρκεια των οικονομικών μας μοντέλων – ότι πρέπει να επανεξετάσουμε την μακροοικονομική θεωρία, που δεν μπόρεσε να προσφέρει μία καθοδήγηση μέσα στην κρίση. Αλλά είναι αυτή η πραγματικότητα; Όχι δεν είναι. Είναι αλήθεια ότι λίγοι οικονομολόγοι προέβλεψαν την κρίση. Το κοινό μυστικό των οικονομικών είναι ότι τα θεωρητικά μοντέλα που αντανακλούν μία προσέγγιση για τις υφέσεις και τις ανακάμψεις η οποία ήταν γνωστή στους φοιτητές πριν από μισό αιώνα, έχουν λειτουργήσει πολύ καλά.
Το πρόβλημα είναι ότι οι διαμορφωτές πολιτικής στην Ευρώπη αποφάσισαν να απορρίψουν αυτά τα μοντέλα για εναλλακτικές προσεγγίσεις, που ήταν πρωτοποριακές, συναρπαστικές και λάθος. Παρακολουθώ τις συζητήσεις για την οικονομική πολιτική από το 2008 και αυτό που παρατηρώ από το 2010 και μετά είναι η τεράστια διαφορά στη σκέψη μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ευρώπης. Στην Αμερική, ο Λευκός Οίκος και η Fed έμειναν πιστοί στην κευνσιανή θεωρία. Η κυβέρνηση Ομπάμα αφιέρωσε πολύ χρόνο και προσπάθεια για τη συμφωνία για τον προϋπολογισμό, αλλά παρέμεινε πιστή στη θεωρία ότι οι δαπάνες στο έλλειμμα είναι καλές για μία οικονομία σε ύφεση.
Στο μεταξύ η Fed, αγνοούσε τις δυσοίωνες προειδοποιήσεις για υποτίμηση του δολαρίου, επιμένοντας ότι οι πολιτικές χαμηλών επιτοκίων δεν θα προκαλούσαν πληθωρισμό όσο η ανεργία παρέμενε σε υψηλά επίπεδα. Στην Ευρώπη αντίθετα, οι πολιτικοί ήταν έτοιμοι να πετάξουν τα εγχειρίδια οικονομίας έξω από το παράθυρο για να ακολουθήσουν νέες προσεγγίσεις. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θεώρησε ότι ο περιορισμός των δαπανών σε μία οικονομία που βρίσκεται σε ύφεση δημιουργεί θέσεις εργασίας γιατί ενισχύει την εμπιστοσύνη. Στο μεταξύ η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα πήρε τις προειδοποιήσεις για πληθωρισμό στα σοβαρά και αύξησε τα επιτόκια το 2011, ενώ η ανεργία ήταν στα ύψη. Και ενώ οι ευρωπαίοι πολιτικοί πίστευαν ότι η προσέγγισή τους ήταν αξιέπαινη εξαιτίας του ανοίγματος σε νέες οικονομικές ιδέες, οι οικονομολόγοι που επέλεξαν να ακούσουν ήταν αυτοί που τους έλεγαν ό,τι ήθελαν να ακούσουν.
Αναζητούσαν νομιμοποίηση για τις σκληρές πολιτικές τις οποίες ήταν αποφασισμένοι να επιβάλλουν στα χρεωμένα κράτη – για πολιτικούς και ιδεολογικούς λόγους. Και ενώ οι νέες ιδέες κατέρρεαν, η δύναμη των κλασσικών οικονομικών ενισχυόταν. Η πολιτική δεν απέτυχε επειδή η οικονομική θεωρία δεν προσέφερε σωστή καθοδήγηση. Στην πραγματικότητα προσέφερε άριστη καθοδήγηση , αν οι πολιτικοί ήταν πρόθυμοι να την ακούσουν, Δυστυχώς δεν ήταν. Και ακόμη δεν είναι. Αν θέλετε να αισθανθείτε λύπη για το μέλλον της Ευρώπης, διαβάστε το άρθρο του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, που δημοσιεύθηκε στους Times.
Πρόκειται για μία απόλυτη απόρριψη των όσων γνωρίζουμε για την μακροοικονομία και όλων των μαθημάτων που μας δίδαξε η ευρωπαϊκή εμπειρία τα τελευταία πέντε χρόνια. Στον κόσμο του Σόιμπλε, η λιτότητα οδηγεί σε εμπιστοσύνη, η εμπιστοσύνη δημιουργεί ανάπτυξη και αν δεν λειτουργεί για τη χώρα σου, είναι επειδή δεν το κάνεις σωστά. Τα τελευταία χρόνια οι πρωτοποριακές οικονομικές ιδέες αντί να βοηθήσουν να βρεθεί λύση, έγιναν μέρος του προβλήματος. Θα ήμασταν πολύ καλύτερα αν είχαμε παραμείνει πιστοί στις κλασσικές μακροοικονομικές θεωρίες, που αποδεικνύουν τη χρησιμότητά τους περισσότερο από ποτέ.