Στέκεται καμαρωτή μπροστά στον καθρέφτη της τουαλέτας της. Πουδράρει το πρόσωπό της, τοποθετεί με ευλάβεια το κραγιόν στα χείλη, ανασηκώνει τα μαλλιά της. Με μια επιτηδευμένη κίνηση καλεί την Κλαίρη, την υπηρέτρια, να ετοιμάσει το φόρεμά της. Το κόκκινο ή το άσπρο; Δεν μπορεί να αποφασίσει. Η Κλαίρη προτείνει το μαύρο: η Κυρία θα έπρεπε να πενθεί που ο Κύριος είναι στη φυλακή.
Εξαλλη η Κυρία με το θράσος της Κλαίρης: Πώς τολμάει μια δούλα να της θυμίζει την ντροπή της; Τη σπρώχνει πιο πέρα. Δεν αντέχει, της λέει, την μπόχα που αναδίδει το βρωμερό δέρμα της. Θυμίζει στάβλο. Και απόνερα, και λεκάνες, και αποφάγια, και δόντια σαπισμένα από την απλυσιά, και ανάσες μολυσμένες από τις περιπτύξεις με λακέδες εξίσου δυσώδεις που εμφανίζονται κρυφά τα βράδια και πηδάνε στα κρεβάτια τους. Λες και δεν ξέρει αυτή, ολόκληρη Κυρία, τι μαγειρεύουν οι δούλες πίσω από την πλάτη της! Την κλωτσά στον κρόταφο με το Louis XV τακούνι της. Η Κλαίρη καταπίνει τα δάκρυά της. Δεν θα αντέξει πολύ ακόμη. «Σας σιχαίνομαι! Σας μισώ! Μισώ το στήθος σας και τις μυρωμένες του εκπνοές. Τους… χρυσαφένιους σας μηρούς! Τις… κεχριμπαρένιες σας γάμπες! (φτύνει το κόκκινο φόρεμα) Σας σιχαίνομαι!». Η Κλαίρη ορμά προς τον λαιμό της Κυρίας. Είναι αποφασισμένη. Θα την αποτελειώσει και μετά θα επιστρέψει στην κουζίνα της. Μεγαλειώδης και απαστράπτουσα, λουσμένη στο εκτυφλωτικό φως του εγκλήματός της. «Ντριιιιιιιιν!». Το ξυπνητήρι χτυπά.
Οι δύο γυναίκες σφίγγονται η μία πάνω στην άλλη και απομένουν να ακούνε ταραγμένες. «Από τώρα;» ρωτά η μία. «Γρήγορα! Η Κυρία θα γυρίσει όπου να ‘ναι» απαντά η άλλη.
Το μικρό θεατρικό έλαβε προσωρινά τέλος. Θα αρχίσει από την αρχή μόλις μείνουν και πάλι μόνες. Οι ρόλοι σταθεροί, διαχρονικοί, απαράλλαχτοι: η Κυρία και η Δούλα. Η Σολάνζ και η Κλαίρη τούς μοιράζονται εναλλάξ. Το παιχνίδι που έχουν επινοήσει γεμίζει τον χρόνο, ερεθίζει τη φαντασία, τροφοδοτεί τη λίμπιντο, εκτονώνει τα ένστικτα. Μέσα από την αναπαράσταση ξεφεύγουν από τον εαυτό τους. Σκηνοθετούν τον κόσμο όπως τις ικανοποιεί. Σε αυτόν τον κόσμο το αντικείμενο του φθόνου και της λατρείας, η Κυρία, βρίσκεται στο έλεός τους. Η συμβολική δολοφονία της μπορεί να χαρίσει την πολυπόθητη κορύφωση σε αυτή την αέναα επαναλαμβανόμενη τελετουργία διαποτισμένη από τη μαζοχιστική ηδονή της ταπείνωσης. Η σκηνοθετική απόπειρα όμως δεν τελεσφορεί. Το ξυπνητήρι χτυπάει και η ψευδαίσθηση πρέπει να διαλυθεί βίαια. Η μία αποτυχία διαδέχεται την άλλη: η Κυρία δεν πίνει το τήλιο με το δηλητήριο. Οι ηθοποιοί αφήνουν πολλά σημάδια πίσω τους στη «σκηνή» του εγκλήματος. Η μίμηση δεν οδηγεί στη μεταμόρφωση ούτε στην απόδραση. Δεν ελέγχεται η φαντασίωση, οι ρόλοι δεν υπακούουν πάντοτε στο σενάριο, οι σκοτεινές δυνάμεις που εμπλέκονται, και αναδύονται σε ανύποπτο χρόνο την ώρα της «παράστασης», στέκονται πολύ ισχυρές. Το τέλος διαγράφεται ζοφερό και η Κλαίρη, σε μια ύστατη πράξη ταύτισης, πίνει το τήλιο της Κυρίας. «Η προσπάθεια συντήρησης της ταυτότητας αποδεικνύεται συχνά πολύ λιγότερο γοητευτική από τη χαρά που εξασφαλίζει η εγκατάλειψή της» γράφει ο Κρίστοφερ Λέιν.
«Χωρίς να μπορώ να πω ακριβώς τι είναι το θέατρο, ξέρω καλά τι του αρνούμαι να είναι: η περιγραφή της καθημερινής συμπεριφοράς, όπως τη βλέπει κανείς απ’ έξω» σημειώνει ο ίδιος ο Ζενέ στο «Πώς παίζονται «Οι δούλες»». Και συνεχίζει: «Πηγαίνω στο θέατρο για να δω τον εαυτό μου πάνω στη σκηνή τέτοιον που δεν θα μπορέσω –ή δεν θα τολμήσω –να τον δω ή να τον ονειρευτώ…». Δυστυχώς, καμία τέτοια εμπνευσμένη σκηνοθετική ή υποκριτική πρόθεση δεν συναντάμε στην παράσταση που παίζεται στη μικρή σκηνή του θεάτρου Rex. Η παράσταση μένει δέσμια του ρεαλισμού που τόσο αντιπαθεί ο Ζενέ («…για να γίνει πιστευτό πρέπει οι ηθοποιοί να μην παίζουν ρεαλιστικά» επισημαίνει). Αναπαριστά την ιστορία της Κλαιρ και της Σολάνζ με όρους «κανονικούς», χωρίς την παραμικρή προσπάθεια να οικοδομήσει το αλλόκοτο συμβολικό σύμπαν που με τόσο κόπο και τόσες απαγορεύσεις έχουν χτίσει –κατ’ αρχάς μέσα τους και στη συνέχεια στο «δωμάτιο» της Κυρίας τους (γοητευτική, αν και χωρίς εκπλήξεις, η απόδοση του ρόλου από τη Λένα Παπαληγούρα). Δεν είναι αρκετό ένα σκηνικό με μερικά εικονίσματα «αγίων» (Εντγκαρ Αλαν Πόου, Ζαν-Πολ Σαρτρ κ.ά.) και τεράστια κυβιστικά βάζα με λουλούδια για να μας μεταφέρει σε αυτή τη διάσταση των ψυχικών αντικατοπτρισμών και παραμορφώσεων, της ακραίας θεατρικότητας του «εγώ» που οδηγείται μέσα από τη φρενήρη επαναληπτικότητα στη διάλυση και στην εξάλειψή του. Ούτε αρκούν οι αναμενόμενα, στερεοτυπικά «θεατρικές» ερμηνείες για να μας δείξουν τον εαυτό μας «όπως δεν τολμάμε να τον δούμε».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ