Μέσα σε δέκα χρόνια ο Αστροφ έγινε αγνώριστος. Από το πρωί ως το βράδυ ο επαρχιακός γιατρός τρέχει στο πλευρό των ασθενών του. Δεν ξέρει τι θα πει ξεκούραση. Απόκαμε. Αφησε «ηλίθια μουστάκια». Βρίσκει πια τη ζωή «βαρετή, ανόητη, βρωμερή». Τα αισθήματά του έχουν στεγνώσει: «Δεν θέλω τίποτα, δεν χρειάζομαι τίποτα, δεν αγαπώ κανέναν…» καταλήγει. Βρισκόμαστε μόλις λίγα λεπτά μέσα στο έργο και ο τόνος έχει δοθεί: απογοήτευση, πικρία, απώλεια θέρμης και ενθουσιασμού, κυνισμός… Αυτή η αίσθηση ανικανοποίητου δεν ταλανίζει μόνο τον Αστροφ, αλλά, όπως αποκαλύπτεται σιγά-σιγά, και όλους τους βασικούς ήρωες του «Θείου Βάνια». Ο ίδιος ο Βάνιας θρηνεί επανειλημμένως για τα χαμένα χρόνια που πέρασε φροντίζοντας σαν σκλάβος το κτήμα της νεκρής αδελφής του: «Πάει η ζωή μου, χάθηκε! Είμαι ένας άνθρωπος με ταλέντο, έξυπνος, τολμηρός… Αν ζούσα κανονικά, θα μπορούσα να ‘χω γίνει ένας Σοπενχάουερ, Ντοστογέφσκι…» παραπονιέται αργότερα.
Τον εξοντωτικό αλλά σταθερό ρυθμό της καθημερινότητάς τους έρχεται να ταράξει η άφιξη του καθηγητή Σερεμπριάκοφ και της όμορφης συζύγου του Ελένας. Το αταίριαστο αυτό ζευγάρι με την ιλιγγιώδη διαφορά ηλικίας μοιάζει να θέτει, άθελά του, σε κίνηση έναν μηχανισμό που βρισκόταν σε αδράνεια. Απελευθερώνει σκέψεις και συναισθήματα που κείτονταν καταπιεσμένα, αφυπνίζει επιθυμίες αποκοιμισμένες, προκαλεί μικρές ίντριγκες, εξομολογήσεις, συγκρούσεις. Το γαϊτανάκι του έρωτα μπερδεύεται: ο Βάνιας δηλώνει ερωτευμένος με την Ελένα, η Ελένα νιώθει έλξη για τον Αστροφ, ο Αστροφ θέλει με λύσσα την Ελένα, ενώ η νεαρή Σόνια, που φλέγεται για τον Αστροφ, εισπράττει μόνο τη φιλία του. Κανένας πόθος δεν ικανοποιείται, καμία σχέση δεν ολοκληρώνεται ερωτικά: όλοι μένουν πεινασμένοι από αγάπη, από τρυφερότητα, από πάθος. Η ελπίδα απόδρασης που είθισται να καλλιεργεί η φαντασίωση του αμοιβαίου έρωτα συνθλίβεται σιωπηλά.
Οι διαψευσμένες προσδοκίες στριμώχτηκαν πολύ καιρό μέσα στο στήθος του Βάνια. Οταν ο Καθηγητής, που όλο αυτό το διάστημα κινούνταν στο δικό του, αυτιστικό, μήκος κύματος, προτείνει στην οικογένεια την πώληση του κτήματος, η κατάσταση ξεφεύγει εκτός ελέγχου. Ο Βάνιας τραβάει τη σκανδάλη, μία, δύο, τρεις φορές. Δεν πετυχαίνει τον στόχο του. Χάρη στο σοκ των πυροβολισμών όμως θα αρχίσει η επαναφορά στους πρότερους οικείους ρυθμούς. Οι ψευδαισθήσεις «έσκασαν». Οι απρόσκλητοι επισκέπτες αποχωρούν. Ο Αστροφ απομακρύνεται. Ο Βάνιας και η Σόνια επιστρέφουν στη μόνη δραστηριότητα που γέμιζε ως τώρα την ύπαρξή τους: τη δουλειά. «Τι να κάνουμε, όμως, πρέπει να ζήσουμε! Θείε Βάνια, θα ζήσουμε. […] Θα δουλεύουμε για τους άλλους, και τώρα και στα γεράματά μας, χωρίς ανάσα. Και όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε αγόγγυστα, κι εκεί απ’ τον τάφο θα πούμε πως υποφέραμε, κλάψαμε, πικραθήκαμε, και ο Θεός θα μας λυπηθεί, κι εμείς θείε, αγαπημένε μου θείε, θα δούμε μια ζωή ολοφώτεινη, υπέροχη, αρμονική…» λέει η Σόνια στον ύστατο μονόλογό της. Η αποδοχή της πραγματικότητας δεν σημαίνει ηττοπάθεια αλλά αναγνώριση της ανθρώπινης κατάστασης. «Η ψυχή, δοκιμασμένη από τη θλίψη, μαθαίνει την αλήθεια για τον εαυτό της: η αγάπη δεν θα με λυτρώσει, η δουλειά δεν θα με δικαιώσει, το μέλλον δεν θα σώσει το παρόν» –αυτή μοιάζει να είναι η οδυνηρή αλλά ρεαλιστική διαπίστωση των ηρώων στο τέλος του «Θείου Βάνια» (η διατύπωση ανήκει στον Ρίτσαρντ Γκίλμαν). Και ένας τέτοιος ρεαλισμός δεν μπορεί παρά να αγγίξει τα όρια ενός ανεπαίσθητου, αθόρυβου ηρωισμού: «Δεν μπορώ να συνεχίσω, θα συνεχίσω», όπως θα πουν, αρκετά χρόνια μετά τον Τσέχοφ, οι ήρωες του Μπέκετ.
Αυτή η «θλίψη του πραγματικού» δεν αποδίδεται εύκολα επί σκηνής. Διαθέτει μια εύθραυστη μουσικότητα. Σίγουρα υπάρχουν στον «Βάνια» συγκρούσεις, φιλονικίες, εντάσεις, αποχαιρετισμοί. Αυτά τα «γεγονότα» όμως δεν συνθέτουν «δράση» με την κλασική έννοια: στο ίδιο δραματικό τοπίο με τις άστοχες πιστολιές κατοικούν και οι άστοχες λέξεις, τα περιφρονημένα βλέμματα, οι αμήχανες χειρονομίες, η κωμικοτραγική ντροπή του Βάνια, η τσαλαπατημένη λάμψη της Σόνιας… «Αναζητώ τη γέφυρα που οδηγεί από το ορατό στο αόρατο» έλεγε ο γερμανός ζωγράφος Μαξ Μπέκμαν. Η φράση θα μπορούσε να ανήκει κάλλιστα στον Τσέχοφ.
Δεν γνωρίζω, λοιπόν, πώς μπορεί να συμφιλιωθεί το πνεύμα του ρώσου συγγραφέα με τις σκηνοθετικές προθέσεις της παράστασης που είδαμε στο θέατρο «Δημήτρης Χορν». Αντί για «αθόρυβα», εδώ όλα είναι φωναχτά. Οι ηθοποιοί ανεβάζουν με κάθε ευκαιρία την ένταση της φωνής τους σε περιττό και ενοχλητικό βαθμό. Ολα πνίγονται μέσα σε μια «εξωτερική», φαντασμαγορική δραματικότητα: τα έπιπλα σωριάζονται στο πάτωμα ή ο Βάνιας παθαίνει κρίση υστερίας στην αγόρευσή του κατά της πώλησης του κτήματος κ.ο.κ. Ολα υποκύπτουν στην ευκολία του αισθήματος: τα δάκρυα κυλούν ποτάμι («Είσαι ευτυχισμένη;», «Οχι!») και σαν να μην έφτανε τόση κραυγαλέα λύπη, έχουμε και τη μουσική που ενισχύει τον αφελή συναισθηματισμό σε βαθμό κορεσμού. Η επιπόλαιη, θορυβώδης προσέγγιση συμπληρώνεται από ξεπερασμένες υποκριτικές αντιλήψεις: το ξύλινο, αβαθές παίξιμο του Γιάννη Φέρτη (Βάνιας), το παιχνίδι αυτοθαυμασμού της Μαρίνας Ψάλτη (Ελένα). Ακόμη και η καλή ηθοποιός Αλεξία Καλτσίκη (Σόνια) παρασύρεται κι αυτή σε κατευθύνσεις που δεν της ταιριάζουν και την αδικούν. Αξιοπρεπώς στέκεται ο Στέλιος Μάινας ως Αστροφ –η ερμηνεία του μπορεί να μην απογειώνεται, αν μη τι άλλο, όμως, δεν μένει προσκολλημένη σε άψυχα υποκριτικά σχήματα.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ