«Για ερασιτεχνισμούς που καθυστερούν τις διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και Θεσμών κάνουν λόγο στελέχη του ευρωσυστήματος». Τι σημαίνει αυτό; Απλά ότι η έλλειψη σοβαρών Επιτελείων από μέρους μας είναι δραματική.

Λίγοι από τους νεώτερους γνωρίζουν σήμερα ότι το 1961 ιδρύθηκε το Κέντρο Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ) για να αποτελέσει τον επίσημο σύμβουλο του Κράτους σε οικονομικά θέματα. Το ΚΕΠΕ υπήρξε μια καινοτομία για την τότε Ελλάδα και άρχισε να λειτουργεί με ενθουσιασμό. Συνέλεξε στοιχεία, διεξήγαγε αξιόλογες έρευνες, δημιούργησε οικονομικά στελέχη που εκπροσώπησαν τη χώρα, άλλα έγιναν καθηγητές και άλλα πλαισίωσαν τη γυμνή τότε διοίκηση. Παρά τις όποιες αδυναμίες του, είχε φθάσει να διαθέτει πολλά έμπειρα πρόσωπα εξειδικευμένα σε κάθε τομέα της οικονομίας ώστε να μπορεί, σε πολύ σύντομο χρόνο, να συντάσσει τεκμηριωμένες εκθέσεις και προτάσεις επί συγκεκριμένων θεμάτων οικονομικής πολιτικής. Τα στελέχη αυτά έχουν σήμερα αποχωρήσει χωρίς, ως επί το πλείστον, να έχουν αντικατασταθεί από νεώτερα.

Όπως συνηθίζεται βέβαια στον Ελληνικό χώρο, δέχτηκε παντός είδους βολές από τον περίγυρό του. Ειδικώτερα, οι διάφορες μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις φρόντισαν να το απαξιώσουν με μείωση του προσωπικού του, με απειλές ότι θα το κλείσουν και με την εντολή να ασχολείται μόνο με θεωρητικά θέματα και να μην ανακατεύεται σε ζητήματα οικονομικής πολιτικής άν δεν του ζητηθεί. Το ανακαλούν μόνον όταν θέλουν να πάρουν αντιλαϊκά μέτρα οπότε προβάλλουν από τις υποδείξεις του επιλεκτικά ό,τι τους συμφέρει ώστε να έχουν το ψευτο-άλλοθι ότι «το ΚΕΠΕ μας το είπε»! Οσάκις δε η Δημόσια Διοίκηση, κλήθηκε να εφαρμόσει προτάσεις του ΚΕΠΕ, σπάνια έδειξε σχετική προθυμία αλλά ούτε διέθετε και την κατάλληλη υποδομή και οργάνωση για να το κάνει.

Έτσι, στη δραματική κρίση που περνάμε, το ΚΕΠΕ είναι απλά μια σκιά του αρχικού εαυτού του και ουσιαστικά παροπλισμένο και αμέτοχο αφού έτσι το θέλησαν οι πολιτικοί και όχι μόνον. Άν όμως είχε εξελιχθεί όπως το οραματίστηκαν οι ιδρυτές του θάπρεπε τώρα να είχε υπαχθεί στην Προεδρία της Δημοκρατίας και να πρωτοστατεί στη μελέτη των οικονομικών όπως κάνουν ομόλογα ερευνητικά ιδρύματα στις ανεπτυγμένες χώρες. Να έχει συντάξει τεκμηριωμένες προτάσεις. Να έχει πειστικά επιχειρήματα. Να συμβάλλει στη συνέχεια της οικονομικής πολιτικής. Να απολαμβάνει εκτίμησης από τους ξένους όπως συνέβαινε παλαιότερα. Αλλά οι κατά καιρούς κυβερνήσεις δεν το «εμπιστεύονταν» και φρόντισαν να το μαράνουν. Δεν ευνόησαν γενικά την ύπαρξη ανεξάρτητων ερευνητικών φορέων ώστε να μπορούν ανεμπόδιστα να αυθαιρετούν. Έτσι αναλαμβάνουν δράση τα ανεπαρκέστατα κομματικά επιτελεία με πρόσωπα περιστασιακά, συχνά δε ερασιτεχνικά και τυχοδιωκτικά, που δεν δημιουργούν προϋποθέσεις ούτε εγκυρότητας ούτε και συνέχειας. Όλα αυτά δίνουν σε πολλούς λαβή για να διαπομπεύουν διεθνώς τη χώρα μας για έλλειψη σοβαρότητας και ασυνέπεια και να την πιέζουν αφόρητα.

Οι εταίροι μας γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι δεν μπορούμε (ελλείψει επιτελείων αλλά και λόγω αλαλούμ μικροπολιτικής) να τεκμηριώσουμε με σοβαρότητα κανένα αίτημα. Αποφάσισαν

λοιπόν ότι εκείνοι ξέρουν περισσότερα για το τί μας χρειάζεται και έτσι μας φέρνουν έτοιμα μνημόνια, κομμένα και ραμμένα στα δικά τους μέτρα και με την ευκαιρία προσθέττουν ακόμα και μη συμφωνημένες διατάξεις. Έτσι, πολλά από τα μέτρα που μας επιβάλλουν είναι ανεδαφικά για την Ελλάδα και ανεφάρμοστα. Και οι δικοί μας, μη έχοντες πειστικά επιχειρήματα, συνυπογράφουν αρκεί να παραμένουν στην εξουσία ή να μη θίγονται τα προσωπικά ή κομματικά τους συμφέροντα.

Έξη ολόκληρα χαμένα χρόνια έχουν παρέλθει από την αρχή της κρίσης. Η ανεργία θερίζει, το χρέος αυξάνεται, ο πληθυσμός φτωχοποιείται και οι καλύτεροι νέοι μας ξενιτεύονται. Αλλά οι εκάστοτε κυβερνώντες δεν θέλουν ή δεν ενδιαφέρονται να καταλάβουν ότι χωρίς έγκυρες, μόνιμες και ανεξάρτητες μελετητικές υποδομές είναι αδύνατο να γνωρίζεις από τι ακριβώς πάσχεις και επομένως ούτε και να σχεδιάσεις τη σωστή θεραπευτική αγωγή. Με αοριστολογίες και χωρίς συνέπεια και συνέχεια στις επιδιώξεις δεν διοικείται αποτελεσματικά μια χώρα. Έτσι, μόνο επικίνδυνους ερασιτεχνισμούς μπορούμε να περιμένουμε.