Η κρίση ρευστότητας που διαπιστώνουν όλοι οι αρμόδιοι, δεν πρέπει να συγκαλύπτει το ουσιαστικό ερώτημα για την οικονομική πολιτική, αντίθετα αποτελεί αντανάκλασή του. Παρά τα προβλήματα, η ελληνική οικονομία κάλυψε τις τελευταίες δεκαετίες πολύ σημαντικό έδαφος. Από τις ταχύτερα αναπτυσσόμενες στην Ευρώπη, εντάχθηκε γρήγορα στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, και μετέπειτα στην ευρωζώνη. Το βιοτικό επίπεδο βελτιώθηκε συνολικά και εμφατικά. Σήμερα, όμως, διαπιστώνεται ότι οι επιδόσεις στα δυο στοιχεία που προσδιορίζουν την ανάπτυξη κάθε οικονομίας, τη λειτουργία των θεσμών και τη δυνατότητα προσέλκυσης κεφαλαίων, ταιριάζουν περισσότερο σε μια χαμηλού επιπέδου βαλκανική χώρα παρά στο κέντρο της Ευρώπης. Ταυτόχρονα, παρατηρείται απαξίωση και εκδίωξη του ανθρώπινου κεφαλαίου. Πώς μπορεί να κρατηθεί μια τέτοια οικονομία στη νομισματική ένωση με τις περισσότερο ανεπτυγμένες της Ευρώπης;
Μέσα από τις δυσκολίες που αναδεικνύονται, ίσως λοιπόν προταθεί από ορισμένες πλευρές, λόγω υστεροβουλίας ή άγνοιας, μια έξοδος από τη ζώνη του κοινού νομίσματος ως μια καλή επιλογή. Αυτή θα ήταν εφικτή τεχνικά, άλλωστε όπου υπάρχει οικονομική αναγκαιότητα, αργά ή γρήγορα βρίσκεται και η θεσμική διαδικασία. Όμως, θα είχε εξαιρετικά υψηλό κόστος για την Ελλάδα, πυροδοτώντας μια διαδικασία επιπλέον συρρίκνωσης του εθνικού εισοδήματος που πιθανότατα θα ξεπερνά και αυτή που έχουμε ήδη ζήσει σωρευτικά τα τελευταία έξι χρόνια.
Σε κάθε περίπτωση, μια υποθετική έξοδος θα είχε ορισμένα χαρακτηριστικά. Πρώτον, η ίδια η Ένωση δεν θα προχωρούσε ποτέ σε αυτό το βήμα χωρίς να είναι σαφές ότι το σύνολο της ευθύνης θα
μπορεί να αποδοθεί, μάλιστα πανηγυρικά, στην ελληνική πλευρά, ως απόφασή της ή και ως αντικειμενική αδυναμία. Μόνο έτσι θα μπορεί να περιοριστεί ο κίνδυνος μετάδοσης μέσω των αγορών σε άλλους αδύναμους κρίκους. Δυστυχώς, ορισμένες από τις κινήσεις στην ευρωπαϊκή σκακιέρα έχουν ήδη μια τέτοια χροιά προετοιμασίας μελλοντικού καταλογισμού πιθανών ευθυνών. Δεύτερον, μια υποθετική ελληνική έξοδο θα ακολουθούσε πολιτική εμβάθυνσης της οικονομικής ένωσης ανάμεσα στα υπόλοιπα μέλη, με επενδυτική υποστήριξη των πιο αδύναμων. Τρίτον, παρά την όποια αρχική διευθέτηση, η αντιμετώπιση που θα είχε το κράτος που αποχώρησε από τα υπόλοιπα δεν θα ήταν ευνοϊκή, δεν θα υπήρχε ένα «βελούδινο διαζύγιο». Τέλος, οι διεθνείς αγορές θα ερμήνευαν μια τέτοια εξέλιξη ως αδυναμία για κάθε ουσιαστική μεταρρυθμιστική πρόοδο και μελλοντική αύξηση της ανταγωνιστικότητας και με την στάση τους θα επιβεβαίωναν αυτή ακριβώς την προσδοκία. Με αυτά τα δεδομένα, η επιλογή της σημερινής κυβέρνησης όπως και των προηγούμενων, να κρατηθεί η χώρα εντός του κοινού νομίσματος αποτελεί την αυτονόητη επιλογή.
Βέβαια, και η εντύπωση ότι η Ένωση είναι πλέον προστατευμένη από το ενδεχόμενο μιας ελληνικής εξόδου, αν και συμβατή και με την τρέχουσα τιμολόγηση του κινδύνου από τις αγορές, δεν συνυπολογίζει όλα τα δεδομένα στο βαθμό που θα έπρεπε. Μια έξοδος αναμένεται μεσοπρόθεσμα να οδηγήσει σε μια στενότερη ένωση μόνο των περισσότερο ανταγωνιστικών οικονομιών του «βορρά» και συνολικά σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση δύο ταχυτήτων. Το ρήγμα πιθανόν να οδηγήσει σε μια μείωση της σχετικής ανταγωνιστικότητας της Ένωσης συνολικά.
Ως αποτέλεσμα των παραπάνω, και ενώ κάποιοι από τους εταίρους δεν φαίνεται να αντιμετωπίζουν πλέον το κόστος μιας ενδεχόμενης ελληνικής εξόδου ως απαγορευτικό, ιδίως σε σύγκριση με το κόστος μιας προβληματικής παραμονής, λίγοι βλέπουν την έξοδο ως την πιθανότερη εξέλιξη μια ρήξης, τουλάχιστον βραχυχρόνια. Αντίθετα, κερδίζει έδαφος η άποψη ότι ένας περιορισμός της ελληνικής οικονομίας εντός της Ένωσης, με περιορισμένη ρευστότητα και κίνηση κεφαλαίων, για ένα χρονικό διάστημα ίσως είναι μια ενδιάμεση λύση. Δυστυχώς, και οι απόψεις που στηρίζουν ή επιδιώκουν μια τέτοια εξέλιξη δεν συνυπολογίζουν τις σοβαρές δυσμενείς επιπτώσεις που ενδογενώς θα προκαλέσει.
Συμπερασματικά, και ενώ οι αναπτυξιακές παράμετροι στο εξωτερικό περιβάλλον βελτιώνονται, υπάρχει μπροστά μας ένα δίλημμα και ταυτόχρονα μια τεράστια ευκαιρία. Η οικονομική πολιτική πρέπει να λάβει ξεκάθαρα και ταχύτατα τα χαρακτηριστικά που ανεξαιρέτως κάθε οικονομία πρέπει να έχει ώστε να αναπτυχθεί: ουσιαστική απελευθέρωση των αγορών και της επιχειρηματικότητας ώστε να δημιουργείται εισόδημα και δραστική εξυγίανση της δημόσιας διοίκησης που να μην εμποδίζει την παραγωγή αλλά να στηρίζει τους πραγματικά αδύναμους και τις υποδομές. Αν αυτή την επιλογή δεν γίνεται κατανοητή ως απαραίτητη για να οδηγήσει σε βιώσιμη άνοδο των εισοδημάτων των Ελλήνων, θα πρέπει τουλάχιστον να αντιμετωπιστεί ως αυτή που θα αποτρέψει τους πολύ σοβαρούς και πραγματικούς κινδύνους.
* Ο κ. Νίκος Βέττας (vettas@iobe.gr) είναι Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ και Καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών)