Η απαίτηση οι επιχειρηματικές πρακτικές των πολιτικών εκτός από «νόμιμες» να είναι και «ηθικές» διατυπώθηκε πριν πριν από επτά-οκτώ χρόνια με αφορμή offshore εταιρείες και άλλες επιχειρηματικές πρακτικές του Γιώργου Βουλγαράκη, υπουργού στην κυβέρνηση της ΝΔ, και της συζύγου του. Δεν είχαν παραβεί κανέναν νόμο (αν και η σύζυγος τελικά παραπέμφθηκε πέρυσι σε δίκη) αλλά η «κοινή γνώμη» (αντιπολίτευση και μέντια) υποστήριζε πως υπήρχαν στοιχεία στη συμπεριφορά τους που δεν ήσαν «ηθικά», δεν ανταποκρίνονταν στις υψηλές προδιαγραφές «ήθους» που χαρακτηρίζουν την πολιτική ζωή της χώρας.

Δεν είναι εύκολο πάντα να οριστεί το «νόμιμο», για τούτο υπάρχουν και μειοψηφίες στις αποφάσεις των δικαστηρίων, πολύ περισσότερο το «ηθικό». Ας ορίσουμε την ηθική ως κώδικα συμπεριφοράς που απορρέει από αξιακά συστήματα. Τα αξιακά συστήματα (και επομένως οι αντιλήψεις περί ηθικής και ανήθικης συμπεριφοράς) είναι διαφορετικά από πολιτισμό σε πολιτισμό και από χώρα σε χώρα αλλά και στο εσωτερικό χωρών που έχουν όμως ενιαίο νομικό σύστημα. Διαφέρουν από ομάδα σε ομάδα, από κόμμα σε κόμμα, από γενιά σε γενιά. Πολλές γιαγιάδες σε χωριά κρίνουν ανήθικη τη συμπεριφορά της εγγονής φοιτήτριας στο πανεπιστήμιο, η οποία όμως εκεί θεωρείται απόλυτα κανονική. Ακόμη και η θεμελιώδης, στη νεωτερική εποχή, αρχή του σεβασμού της ανθρώπινης ζωής ανατρέπεται στους πολέμους ή στις χώρες όπου ισχύει η θανατική ποινή.

Θεωρητικά, οι πολιτικοί καλούνται να υπηρετήσουν τις αξίες της πλειοψηφίας που τους εξέλεξε – και το δημόσιο συμφέρον, αυτό αποτελεί υποτίθεται κοινή αξία των δημοκρατικών κομμάτων. Αλλά υπάρχει και ο επαγγελματικός κώδικας των πολιτικών: υπάρχει μεγαλύτερη αξία στην πολιτική από αυτήν της κατίσχυσης, της νίκης επί του αντιπάλου; Οι συζητήσεις για το αν «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» διαρκούν αιώνες και δεν λείπουν οι ηθικολόγοι στα κόμματα που επιμένουν ότι τα μέσα μπορεί να υπονομεύσουν τον σκοπό, ότι μπορεί να φθάσει κανείς στην εξουσία με μεθόδους που δεν θα του επιτρέπουν να υπηρετήσει τις αξίες του. Αλλά η εμπειρική πραγματικότητα στα κομματικά, όπως και στα στρατιωτικά, επιτελεία είναι μία: το τελικό κριτήριο για την όποια απόφαση είναι αν ενισχύει το κόμμα στην αντιπαράθεσή του με τα αντίπαλα κόμματα (ή τον συγκεκριμένο πολιτικό στην αντιπαράθεσή του με τους εσωκομματικούς αντιπάλους του στην εσωκομματική μικροκλίμακα).

Κανένα επιχείρημα νομιμότητας ή ηθικής δεν έχει πιθανότητες να επικρατήσει στις πολιτικές συζητήσεις περί του πρακτέου αν συνεπάγεται «πολιτικό κόστος», αν δηλαδή αποδυναμώνει σε σχέση με τους αντιπάλους. Για τούτο και συμπεριφορές νόμιμες μεν αλλά «ανήθικες» απέναντι στο δημόσιο συμφέρον όπως η φοροδιαφυγή του Γιώργου Βουλγαράκη και η δυνατότητα του κ. Κατρούγκαλου να διορίζει τους πελάτες του στο Δημόσιο δεν τιμωρούνται από τις κομματικές ηγεσίες –εκτός και αν κάποια στιγμή κριθεί πως η ατιμωρησία δημιουργεί πολιτικό κόστος.

Για τους λόγους αυτούς, δεν έχει κανένα νόημα να απαιτούμε οι πολιτικοί να είναι ηθικοί, με οποιαδήποτε έννοια της λέξης. Οι πολιτικοί πρέπει να είναι αποτελεσματικοί και νομιμόφρονες –οι ηθικές καταγγελίες είναι μέρος του πολιτικού ανταγωνισμού, ελάχιστοι από αυτούς που τις εκφωνούν τις πιστεύουν.
Το μόνο που μπορούμε να κάνουμε για να προασπίσουμε το δημόσιο συμφέρον (την κοινή αξία, υποτίθεται, όλων των κομμάτων) είναι να ενισχύσουμε τη νομιμότητα, τον έλεγχο δηλαδή μέσω αυστηρών κανόνων. Αλλά το πρόβλημα είναι πως στο δημοκρατικό μας πολίτευμα μόνο οι πολιτικοί μπορούν να τους θεσπίσουν –και όλοι γνωρίζουμε πως στη χώρα μας οι υπάρχοντες κανόνες είναι επίτηδες ελλιπείς, όπως μαρτυρούν η αναποτελεσματικότητα εδώ και 50 χρόνια του «πόθεν έσχες», η σκανδαλώδης ασυλία των βουλευτών ή ο σκανδαλωδέστερος νόμος περί ευθύνης υπουργών. Οι πολιτικοί στη χώρα μας έχουν εξουσία διαχείρισης των δημοσίων πραγμάτων (και του χρήματος μεταξύ αυτών) πολύ υπέρτερη αυτής των συναδέλφων τους σε άλλες δημοκρατικά οργανωμένες κοινωνίες. Αυτό θεωρείται εξόχως δημοκρατικό (μας προφυλάσσει από τις θεοκατάρατες αγορές), για τούτο συζητείται μόνο σε περιπτώσεις σκανδάλων.
Θα μπορούσε κόμμα καλοπροαίρετων ερασιτεχνών της πολιτικής με πρόγραμμα «περιορισμός της εξουσίας των πολιτικών» να ευδοκιμήσει; Εντελώς αμφίβολο. Πρώτον διότι το κράτος εκλαμβάνεται από τους ψηφοφόρους ως μηχανισμός εξυπηρέτησής τους μέσω των πολιτικών και επομένως δεν θέλουν να τους στερήσουν αυτή τη δυνατότητα· δεύτερον, γιατί κάτι τέτοιο θα καταγγελθεί ως «αντιδημοκρατικός περιορισμός της λαϊκής κυριαρχίας» από τα κόμματα –για τούτο χαρακτηρίζεται έτσι το Μνημόνιο.
Το βασικό στοιχείο του Μνημονίου είναι πως θέτει στους πολιτικούς μας περιορισμούς στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, πολλοί από τους οποίους είναι μόνιμοι, όπως η ανεξαρτησία του φοροεισπρακτικού μηχανισμού, της Γενικής Γραμματείας Εσόδων –αυτό εξηγεί το μίσος κομμάτων και βολεμένων ψηφοφόρων εναντίον του Μνημονίου. Το αποδέχθηκαν διαδοχικά ΠαΣοΚ, ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ μόνο επειδή δεν υπήρχε άλλος τρόπος να παραμείνουν στην εξουσία: τα λεφτά τέλειωναν.
Συστήματα που κατέρρευσαν, όπως τα δικά μας δημοσιονομικό και πολιτικό σύστημα, σπάνια ανορθώνονται εκ των έσω. Και αν το καταφέρουν, κατά κανόνα εμπεριέχουν τις αδυναμίες που τα οδήγησαν στην κατάρρευση. Μόνο η έξωθεν παρέμβαση μπορεί να διορθώσει τις συστημικές τους ατέλειες. Το κακό είναι πως αυτό που αποπειράται να διορθώσει η τρόικα, τις «ηθικές» ή «ανήθικες» υπερεξουσίες των πολιτικών στη διαχείριση του δημοσίου χρήματος, αυτό είναι που απορρίπτουν κατεξοχήν τα κόμματα καθυστερώντας χρόνια τώρα τις σχετικές διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα τους ανάγκαζαν να γίνουν πιο νομιμόφρονες. Με τη συνεπικουρία στρατευμένων διανοουμένων που όλα αυτά τα θεωρούν «νεοφιλελεύθερη επίθεση» και τα κατατάσσουν, μαζί με τον ΣΥΡΙΖΑ, στο απορριπτέο 30% του Μνημονίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ