Αν η δεκαετία του 1970 θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και δεκαετία του μετά (λόγω των όρων μεταγλώσσα, μετακριτική, μεταδομισμός, μεταϊστορία, μεταμοντερνισμός), σήμερα διανύουμε την περίοδο του διπλού μετά και του μεταθεωρητικού αναστοχασμού. Ενα από τα γνωρίσματα της Μεταπολίτευσης είναι και η καθιέρωση της θεωρίας, η οποία ευνοήθηκε και από το κλίμα αναθεώρησης και αντι-αυθεντίας της περιόδου. Για να χαρτογραφήσουμε τις τύχες αυτού που συνήθως ονομάζουμε «θεωρία» εν Ελλάδι, θα ήταν χρήσιμο να διακρίνουμε αδρομερώς τις τρεις φάσεις ή εκδοχές της: τη λογοτεχνική, την κριτική και την πολιτισμική.
Στην πρώτη φάση της, τη λογοτεχνική, η θεωρία φαίνεται να απειλεί την αισθητική, ενώ στη δεύτερη, την κριτική, ο μεταμοντερνισμός θεωρήθηκε μια γενικότερη απειλή για την αλήθεια και τον ορθολογισμό, υποκαθιστώντας έτσι τη λογοτεχνική θεωρία ως το αντίπαλο δέος. Η σχετικότητα του μεταμοντερνισμού αντιμετωπίστηκε ως η πιο διαβρωτική απειλή και από πολέμιους και από υποστηρικτές της θεωρίας. Στον χώρο ιδιαίτερα της ιστοριογραφίας ο μεταμοντερνισμός προκάλεσε σοβαρές αντεγκλήσεις, γιατί θεωρήθηκε ότι συνέβαλε στο να εγκαταλειφθούν οι έννοιες της ιστορικής γνώσης και αλήθειας και στο να πάψουν να είναι στόχοι της επιστημονικής ιστορικής έρευνας.
Στην περίοδο της Μεταπολίτευσης η λογοτεχνία (ιδιαίτερα η πεζογραφία) απελευθερώνεται από το άχθος της ελληνικότητας μεταθέτοντάς το στον χώρο της ιστοριογραφίας. Εκεί μεταφέρονται οι μάχες για την ιστορική αλήθεια, το εθνικό παρελθόν και την ταυτότητα, ενώ η πεζογραφία παίζει με τις μεταφορές και τις εκδοχές του παρελθόντος. Ιστορία και λογοτεχνία ήρθαν όμως και πιο κοντά, καθώς η δίψα για Ιστορία από το ευρύτερο κοινό συναντάται με την αναβίωση ενός νέου τύπου ιστορικού μυθιστορήματος, κάτι που σημαίνει ότι η πεζογραφία επανεξετάζει μετανεωτερικά την Ιστορία, προβληματίζεται πάνω στις διαφορετικές εκδοχές της και αναδεικνύει τις σιωπές της. Το ελληνικό μυθιστόρημα των τελευταίων δεκαετιών συνέδραμε αλλά και αναστάτωσε τις ιστορικές αναζητήσεις φέρνοντας στην επιφάνεια αποσιωπημένες πτυχές του παρελθόντος και αμφισβητώντας την ιδέα της ιστορικής αντικειμενικότητας. Αν η ποίηση εθεωρείτο το προνομιακό πεδίο του ελληνικού μοντερνισμού, η πεζογραφία διεκδίκησε τον μεταμοντερνισμό. Ο ελληνικός μεταμοντερνισμός δεν επιστρέφει ειρωνικά στο παρελθόν όσο ανακατασκευαστικά, να ολοκληρώσει αυτό που δεν έκανε η νεωτερικότητα: την κριτική αναμόχλευση του παρελθόντος.
Μια άλλη πτυχή των σχέσεων νεωτερικότητας και μετανεωτερικότητας αφορά τις θεωρίες περί «εκσυγχρονισμού» (modernization) και «καθυστερημένης νεωτερικότητας», τις οποίες θα συναντήσουμε σε μελέτες προερχόμενες από τους χώρους της πολιτικής, της κοινωνιολογίας και της κουλτούρας. Αυτή την προσέγγιση ήλθε να αμφισβητήσει η μετα-αποικιακή θεωρία με την «επαρχιοποίηση» της Ευρώπης αλλά και η θεώρηση της ελληνικής περίπτωσης ως μιας μορφής αποικιοκρατίας δίχως την ύπαρξη αποικίας. Η Ελλάδα δεν νοείται ως καθυστερημένη επαρχία της Ευρώπης αλλά φαντασιακό της κατασκεύασμα σε διαρκή αμφιθυμία. Από τον καθυστερημένο ή αδύνατο εκσυγχρονισμό περνούμε στην ιδιότυπη μετα-αποικιακή θεώρηση της Ελλάδας ως μιας άλλης εκδοχής του μετανεωτερικού.
Μια τέτοια ανασκόπηση μας βοηθάει νομίζω να συνοψίσουμε τους ελληνικούς «πολέμους» της θεωρίας και της (μετα)νεωτερικότητας. Στην πρώτη αντιπαράθεση το διακύβευμα αφορούσε τον ελληνοκεντρισμό, και ιδιαίτερα την ελληνικότητα του μοντερνισμού, τον ποιητή ως έθνος και τη θεσμικότητα της λογοτεχνίας. Στη δεύτερη αντιπαράθεση η μετανεωτερική πολιτισμική Αριστερά, με άξονα το πώς το παρελθόν γίνεται Ιστορία, συγκρούεται με την κοινωνική Αριστερά που επιμένει να αντιλαμβάνεται την ιστοριογραφία ως επιστημονικό οχυρό εδραιωμένο στην «αντικειμενικότητα» των πηγών.
Μια επιπλέον αντιπαράθεση, η βιοπολιτική, για την οποία δεν θα μιλήσω εδώ, είναι αυτή που μεταφέρεται από την κριτική και την Ιστορία στην καθημερινότητα και στις διαμάχες περί ρατσισμού, ομοφοβίας και βιοηθικής. Κλείνοντας θα ήθελα να τονίσω ότι η εισβολή της θεωρίας στα πανεπιστήμια και στην καθημερινότητα αποτελεί ένα από τα παραγνωρισμένα χαρακτηριστικά της Μεταπολίτευσης που χρωμάτισε αρκετές συζητήσεις, αναζητήσεις αλλά και αντιθέσεις της περιόδου.
O κ. Δημήτρης Tζιόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Birmingham της Αγγλίας.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ