Για να είναι αποτελεσματική μια οικονομική πολιτική πρέπει να είναι αξιόπιστη. Αυτό σημαίνει ότι, αν ανακοινωθεί μια πολιτική και αν οι πολίτες δράσουν ανάλογα με αυτή την ανακοίνωση, η κυβέρνηση αλλά και οι επόμενες κυβερνήσεις δεν πρέπει να αλλάξουν αυτή την πολιτική εκ των υστέρων.
Αν δεν υπάρχει αξιοπιστία και εμπιστοσύνη στην οικονομική πολιτική, στην ουσία δεν υπάρχει οικονομική δραστηριότητα και ανάπτυξη. Το πιο κλασικό ίσως παράδειγμα πολιτικής χωρίς αξιοπιστία είναι η φορολογία «πλούτου» με τη μορφή έκπληξης. Ας σκεφτούμε π.χ. τις αποταμιεύσεις. Αν υπάρξει μια ξαφνική αναδρομική φορολόγησή τους με στόχο την προσωρινή αύξηση των κρατικών εσόδων, το λογικό είναι ότι για μεγάλο χρονικό διάστημα κανείς πια δεν θα εμπιστεύεται τις αποταμιεύσεις του σε τράπεζα.
Μια κυβέρνηση πρέπει λοιπόν να σταθμίσει τα οποιαδήποτε προσωρινά οφέλη από μια αιφνιδιαστική κίνηση ή έκπληξη με τα διαρκή κόστη από την απώλεια εμπιστοσύνης και αξιοπιστίας. Το ίδιο μπορεί να περιγράψει και τη σχέση της χώρας μας με την Ευρωπαϊκή Ενωση. Η κυβέρνηση πρέπει να σταθμίσει τα οποιαδήποτε προσωρινά οφέλη από μια επιθετική επαναδιαπραγμάτευση με τα διαρκή κόστη από την άρνηση οικονομικής και πολιτικής στήριξης στο μέλλον.
Αξίζει να τονισθεί ότι η αξιοπιστία ενός πολιτικού ή μιας κυβέρνησης δεν αρκεί για να είναι αξιόπιστη μια οικονομική πολιτική. Ακόμη και αν ένας πολιτικός ή μια κυβέρνηση είναι αξιόπιστοι και καλοπροαίρετοι, μια οικονομική πολιτική δεν είναι αξιόπιστη αν δεν είναι και εφικτή, δηλαδή αν δεν είναι συμβατή με τους υπάρχοντες περιορισμούς και την οικονομική λογική. Το κλασικό παράδειγμα, το οποίο έχει αναπτύξει εδώ και πολλά χρόνια ο Paul Krugman, είναι ότι, όποιες και αν είναι οι ανακοινώσεις της οικονομικής πολιτικής, ένα καθεστώς ελεγχόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών (και ας σκεφθούμε το ευρώ σαν κάτι τέτοιο) αργά ή γρήγορα θα καταρρεύσει αν η υπόλοιπη μακροοικονομική πολιτική δεν είναι συμβατή με ένα τέτοιο καθεστώς.
Οι σύγχρονες κοινωνίες χρησιμοποιούν δύο μηχανισμούς για την απόκτηση αξιοπιστίας. Ο πρώτος είναι μέσω της απόκτησης καλής «φήμης». Δηλαδή, εφόσον οι συναλλαγές επαναλαμβάνονται μέσα στον χρόνο, όλοι καταλαβαίνουν το αμοιβαίο όφελος από τη συνεργασία και την αποφυγή αιφνιδιαστικών εκπλήξεων. Ο δεύτερος μηχανισμός είναι μέσω «θεσμών». Δηλαδή, κάποιοι θεσμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Ενωση, λαμβάνουν κάποιες αποφάσεις αποφεύγοντας πολιτικές με προσωρινά μόνο οφέλη. Το Σύμφωνο Ανάπτυξης και Σταθερότητας (το οποίο άλλωστε γίνεται ελαστικό σε περιόδους ύφεσης) είναι ένα τέτοιος θεσμός για τη δημοσιονομική πειθαρχία σε χώρες με χρόνια προβλήματα. Η Ελλάδα μπορεί να κερδίσει πολλά από τέτοιους θεσμούς.
Οι κ.κ. Χρήστος Κωτσόγιαννης και Αποστόλης Φιλιππόπουλος είναι καθηγητές Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Exeter και στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών αντίστοιχα.