Πρόκειται για μια σαπουνόπερα που διαθέτει όλα τα πιστοποιητικά γνησιότητας του είδους: έρωτα, απιστία, δολοπλοκία, φόνους, εκβιασμούς, ίντριγκα, πλούτο, θάνατο. Βέβαια άρχισε με πολύ πιο ήπιες διαθέσεις αλλά με το πέρασμα του χρόνου κατάφερε να φτάσει και να ξεπεράσει αντίστοιχες σειρές του είδους. Φυσικά, όπως συμβαίνει με κάθε έντιμη σαπουνόπερα, το «Μπρούσκο» έχει κατακτήσει το κοινό της συγκεκριμένης ζώνης και μέχρι στιγμής μοιάζει αήττητο. Ακόμη κι όταν ακροβατεί επικίνδυνα μεταξύ σουρεαλισμού και παραλόγου. Για του λόγου το αληθές, ας επιχειρήσουμε να περιγράψουμε μια σκηνή από το επεισόδιο της περασμένης Τετάρτης: μια πρώην εκδιδόμενη και νυν μετανοούσα μαθήτρια συναντά στη μέση του δρόμου την καθηγήτριά της, την οποία κατηγορεί ότι παρανόμως συνευρέθηκε με τον σύντροφό της. Οι κατηγορίες και οι απειλές ωστόσο δεν είναι προϊόν γραφής του σεναριογράφου. Οι δύο γυναίκες ξιφουλκούν ανταλλάσσοντας αποφθέγματα του Νίτσε και του Κομφούκιου με στόμφο. Ολα αυτά εν μέσω χωραφιών σε κρητική επαρχία. Ακολουθεί κομμωτηριακό ξεμάλλιασμα και ξεκατίνιασμα.

Παράλληλα, στη σειρά εκτυλίσσονται και άλλες εξίσου «απλές» καθημερινές ιστορίες της διπλανής πόρτας: ένα παιδί έχει πέσει θύμα απαγωγής και από τους δύο γονείς του, η τύχη του αγνοείται αλλά η Αστυνομία δεν έχει ειδοποιηθεί, μια γυναίκα που χώρισε τον άντρα της για να παντρευτεί έναν άλλο πηγαινοέρχεται μεταξύ των δύο αναλόγως των περιστάσεων και ένας σατανικός δολοπλόκος εκβιάζει, στήνει απόπειρες δολοφονίας, δωροδοκεί μάρτυρες και παραποιεί στοιχεία και έγγραφα παντός είδους. Επιπλέον ένας σχεδόν ψυχασθενής, ο οποίος ανάλογα με τη διάθεση και την ψυχολογική του κατάσταση μιλάει πότε ελληνικά και πότε γερμανικά, έχει στήσει ολόκληρο δίκτυο εκβιασμών και στο ενδιάμεσο απειλεί τη ζωή διαφόρων ανθρώπων, κυρίως γυναικών, ενώ έχει ερωτευθεί και τη γυναίκα του αδελφού του.

Η πολυτέλεια φυσικά περισσεύει, με μονοκατοικίες πέτρινες σε υπέροχες τοποθεσίες, με μεζονέτες σε ακριβά προάστια, πλούσια γκαρνταρόμπα, κοσμήματα, ακριβά εστιατόρια, ταξίδια, αεροπορικά ταξίδια σαν διαδρομές λεωφορείου κ.ο.κ. Μόνο που οι περισσότεροι ήρωες δεν εργάζονται –εξαιρούνται όσοι ασχολούνται με τα οινοποιεία -, κυκλοφορούν με έναν καφέ στο χέρι και μιλούν στα τηλέφωνα ή περιφέρονται άσκοπα. Αλλά και αυτοί που δουλεύουν καταφέρνουν να εκπλήσσουν με την άνεση που αντιμετωπίζουν την εργασιακή συνθήκη: για παράδειγμα η «Βασιλική» ως ραδιοφωνική παραγωγός μπορεί την ώρα της εκπομπής της να μιλάει στο Skype, να δέχεται επισκέψεις και να αναλύει τα μόνιμα ερωτικά προβλήματά της.
Ολα τα παραπάνω συνιστούν ενδεικτικά τις σεναριακές υπερβολές της σειράς. Υπερβολές που προκαλούν ενίοτε γέλιο αλλά καταφέρνουν σε κάποια σημεία τους να γίνονται γοητευτικές. Διότι αλίμονο αν μια σαπουνόπερα η οποία προβάλλεται επί τόσα χρόνια καθημερινά θα επιχειρούσε να αντλήσει υλικό από την καθημερινότητα. Ομως υπάρχουν σημεία και πρόσωπα που προκαλούν αμηχανία. Οπως για παράδειγμα η καφενειακή συνεύρεση «Πανίτσας», «Δάφνης» και «Κωνσταντίνας». Ντεκαντάνς πασπαλισμένη με υστερία. Εδώ μάλλον χρειάζεται λίγη ύφεση…
Στα γοητευτικά στοιχεία της σειράς ο ανεκπλήρωτος έρωτας Ματθαίου – Αναστασίας (με τον Κούλη Νικολάου να αναδεικνύεται ένα από τα πιο ισχυρά πρωταγωνιστικά χαρτιά της σειράς), η ερμηνεία του Αποστόλη Τότσικα στον ρόλο του Σήφη, η εξαιρετική παραγωγή, οι ισορροπημένες ως επί το πλείστον ερμηνείες, η μουσική επιμέλεια, ο πλούτος προσώπων και ιστοριών. Στο «Μπρούσκο» υπάρχουν δράση, εξέλιξη, κινητικότητα, καλπάζουσα φαντασία. Κάτι γίνεται, κάτι περιμένεις να δεις στο επόμενο επεισόδιο, κάτι σε μαγνητίζει. Ε, αυτό είναι και το ζητούμενο εν τέλει.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ