Πληθαίνουν τις τελευταίες ημέρες δημοσιεύματα που θέλουν την κυβέρνηση να εξετάζει τη συγγραφή και τη διανομή σε σχολεία και στρατόπεδα φυλλαδίων σχετικά με το κατοχικό δάνειο και τις πολεμικές αποζημιώσεις της ναζιστικής περιόδου, με πρωτοβουλία του υπουργείου Εθνικής Αμυνας. Πληθαίνουν όμως και τα ερωτηματικά για το περιεχόμενο και τους στόχους αυτής της πρωτοβουλίας: ποιες είναι ακριβώς οι αρμοδιότητες του συγκεκριμένου υπουργείου στα ζητήματα της εκπαίδευσης, πώς τοποθετείται επ’ αυτού του θέματος το υπουργείο Παιδείας, αλλά και η εκπαιδευτική και επιστημονική κοινότητα, ποιοι θα αναλάβουν τη συγγραφή αυτών των φυλλαδίων, το συγκεκριμένο υλικό θα αφορά μόνο το ζήτημα του δανείου και των αποζημιώσεων ή προβλέπεται διεύρυνση του σχεδιασμού και προς άλλα ιστορικά ζητήματα (π.χ. ιστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, των μειονοτήτων, της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, του Εμφυλίου κ.τ.λ.);
Οι μέχρι τώρα πληροφορίες από το ΥΠΕΘΑ υπογραμμίζουν την ανάγκη της ανάπτυξης των ιστορικών γνώσεων γύρω από τον φασισμό και τον ναζισμό. Κανείς νοήμων άνθρωπος δεν θα μπορούσε να αντιταχθεί σε έναν τέτοιο στόχο. Η χώρα μας πλήρωσε βαρύτατο τίμημα κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής, τόσο σε ανθρώπινες ζωές όσο και σε δημόσια ή ιδιωτική περιουσία. Παραμένει ωστόσο ανοιχτό το ερώτημα αν η ιστορική προσέγγιση και η διδασκαλία τόσο οριακών και σημαντικών γεγονότων όπως ο ναζισμός, ο πόλεμος και η Κατοχή μπορούν να εξαντληθούν σε μία μόνο πτυχή τους, αυτήν του δανείου και των αποζημιώσεων. Οχι γιατί αυτά δεν είναι σημαντικά ζητήματα, αλλά γιατί οι πολύ συγκεκριμένες νομικές και πολιτικές διαστάσεις τους σαφέστατα δεν αποτελούν τη μοναδική δίοδο για την κατανόηση των συγκεκριμένων ιστορικών φαινομένων. Επιπλέον, δεν είναι σαφές γιατί εκχωρείται –αν εκχωρείται –αυτή η αρμοδιότητα από το αρμόδιο υπουργείο αλλά και την επιστημονική και εκπαιδευτική κοινότητα στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας. Σε σχετικό δημοσιογραφικό ερώτημα, βουλευτής ενός εκ των κυβερνητικών κομμάτων ανέφερε ότι θα αναλάβει το υπουργείο Εθνικής Αμυνας γιατί «στο υπουργείο Παιδείας κατακρεουργείται η σύγχρονη ελληνική ιστορία τα τελευταία τριάντα πέντε χρόνια».
Αν είναι όντως έτσι, οι στόχοι της συγκεκριμένης πρωτοβουλίας μάλλον δεν εξαντλούνται στην αντιφασιστική εκπαίδευση. Περιλαμβάνουν ενδεχομένως ευρύτερα θέματα που έχουν να κάνουν με την επαναπροσέγγιση της εθνικής ιστορίας, ίσως την εκ νέου αποκάθαρσή της από ενοχλητικά ζιζάνια όπως η αμφισβήτηση σταθερών παραδοχών της συνέχειας και της καθαρότητας του έθνους ή της ντε φάκτο νομιμότητας των εθνικών μας δικαίων που υπονομεύονται από τους ξένους. Με διάχυτη μάλιστα στον δημόσιο λόγο την αντιγερμανική ρητορική, δεν είναι παράλογο να φοβόμαστε τη διολίσθηση από την καταδίκη της ναζιστικής θηριωδίας στην ενοχοποίηση ενός συγκεκριμένου λαού.
Πολύ κοντόφθαλμη, αν όχι επικίνδυνη τακτική. Ακόμη κι αν παραβλέψουμε τα θεσμικά ζητήματα που εγείρει η διανομή φυλλαδίων από το ΥΠΕΘΑ, δεν επιτρέπεται να μειώσουμε το γεγονός ότι η ύπαρξη και η επιρροή, ακόμη και σήμερα, ενός κόμματος με ρητά διακηρυγμένες αναφορές στη ναζιστική ιδεολογία στη χώρα μας μόνο ήσυχους δεν μπορούν να μας αφήνουν σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη πρωτοβουλία. Το ενδεχόμενο διαμόρφωσης μιας νέας κοπής εθνικοφροσύνης συνδυασμένης με τα στερεότυπα ενός επιφανειακού αντιγερμανισμού που διολισθαίνει από την καταδίκη ενός συγκεκριμένου πολιτικού και ιδεολογικού καθεστώτος σε εκείνην ενός ολόκληρου λαού –ενδεχομένως αποσιωπώντας την επιρροή των ναζιστικών και φασιστικών προτύπων σε άλλους –είναι πολύ ανησυχητικό.
Δεν είναι σκόπιμο να αποδώσουμε δευτερεύουσα σημασία σε τέτοια ζητήματα στο όνομα της κατάστασης «εκτάκτου ανάγκης» της χώρας ή της προτεραιότητας της αντιμετώπισης της φτώχειας. Ούτε μπορούμε να δικαιώνουμε αμφίβολες και καιροσκοπικές πολιτικές συμμαχίες που καταλήγουν σε αμφιλεγόμενες εκπαιδευτικές πρωτοβουλίες, ελπίζοντας ότι θα αντιμετωπίσουμε αυτά τα ζητήματα σε άλλους, πιο ευνοϊκούς καιρούς. Η αντοχή και η επιρροή των στερεοτυπικών αντιλήψεων για τον εαυτό μας και τους άλλους, η ισχύς του λόγου της μνησικακίας και του ρατσισμού θα έπρεπε να μας είχαν διδάξει ότι οι ευνοϊκοί καιροί σε αυτά τα θέματα δεν έρχονται από μόνοι τους, τους φτιάχνουμε ή τους υπονομεύουμε με βάση τις τρέχουσες επιλογές μας. Πολλά και πολύ σοβαρά προβλήματα έχουμε να λύσουμε, δεν χρειάζεται να αποκτήσουμε το επιπλέον βάρος ενός μιλιταριστικού εθνικισμού που μόνο πίσω θα μας πάει.
Η κυρία Εφη Γαζή είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια της ιστορίας στο Παν/μιο Πελοποννήσου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ